Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Βιβλιοπαρουσίαση Κιλκίς, από Θανάση Βαφειάδη, Τοπογράφο Μηχανικό








«Η ανάσα στο σβέρκο» που επέλεξε η κ. Προκοπίου ως τίτλο του νέου βιβλίου της περιγράφει τον τρόμο που κυριεύει όσους αισθάνονται να τους πλησιάζει απειλητικά το κακό που επιβουλεύεται την ύπαρξή τους. Ο τίτλος αυτός ταιριάζει απόλυτα με την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα. Νοιώθουμε την ανάσα των δανειστών στο σβέρκο μας, ζούμε με «κομμένη την ανάσα» από την ασφυκτική πολιτική των μνημονίων, χρειαζόμαστε χώρους και μέσα για ανασάνουμε. Αλλιώς, θα πνιγούμε από τη δυσοσμία και τις αναθυμιάσεις που αναδίδονται από το τυμπανιαίο πλέον πτώμα του πολιτικού συστήματος. Ενός συστήματος που το μόνο που μας υπόσχεται είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων η διαρκής οικονομική και πνευματική πενία και στη χειρότερη η αυτοχειρία και ο πνευματικός ακρωτηριασμός.
Αυτά βεβαίως είναι γνωστά και παραβιάζουμε ανοικτές θύρες επαναλαμβάνοντάς τα. Εκείνο ίσως που μένει ν’ αποδειχθεί είναι αν και εμείς οι ίδιοι έχουμε αφυδατωθεί περιπλανώμενοι στην πνευματική έρημο που μας έχουν οδηγήσει. Δεν γνωρίζουμε επίσης αν στο μέλλον μας, που προβλέπεται «με πολύ ξηρασία», θα βρούμε οάσεις για να ξεδιψάσουμε. Η καλή λογοτεχνία σίγουρα είναι μια τέτοια όαση. Η λογοτεχνία της «αβάσταχτης ελαφρότητας» σίγουρα είναι αντικατοπτρισμός. Το βιβλίο της κ. Προκοπίου ανήκει στην πρώτη κατηγορία και θα το διαπιστώσετε διαβάζοντάς το.

 «Η ανάσα στο σβέρκο» είναι ένα ερωτικό και όχι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο όμως θεμελιώνεται σε ένα στέρεα δομημένο ιστορικό υπόβαθρο. Οι ήρωες του κινούνται σε ένα ευρύτατο χρονικά και γεωγραφικά πλαίσιο, το οποίο όμως είναι σε απίστευτο βαθμό συνεκτικό και συνεχές. Η συγγραφέας λειτουργώντας ως έμπειρη τοπογράφος σχεδιάζει μια κύρια πολυγωνική όδευση, τη διαδρομή της βασικής ηρωίδας Λόης και του συζύγου της Μηνά, και πάνω σ’ αυτήν αρθρώνει τις δευτερεύουσες οδεύσεις με την πορεία των συγγενικών τους προσώπων. Κορυφές της όδευσης διαφορετικές πόλεις σε διαφορετικές χρονικές περιόδους: η φαραωνική Θήβα, η Θεσσαλονίκη του ματωμένου Μάη του 36, η Μαδρίτη του ισπανικού εμφύλιου, η μετεμφυλιακή Δράμα, η Αθήνα των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης. Και όπως μια χωροσταθμική όδευση, σύμφωνα με τις τοπογραφικές μεθόδους, για να «κλείσει» πρέπει να ξαναμετρηθεί ακολουθώντας την αντίστροφη διαδρομή έτσι και οι πρωταγωνιστές του πολυπρόσωπου αυτού δράματος θα πρέπει να επαναλάβουν τις διαδρομές με την αντίστροφη φορά. Το ταξίδι της αιγύπτιας πριγκίπισσας Ακεναθώρ από τη φαραωνική Θήβα στη μινωική Κρήτη για να ζήσει τον έρωτά της με τον Μνησία θα επαναληφθεί 3500 χρόνια αργότερα με τη Λόη που θα ξεκινήσει από τα Χανιά για να σμίξει στο Κάιρο με τον αιγύπτιο αρχαιολόγο Ρασίντ, τον μοναδικό αλλά ανεκπλήρωτο έρωτα της ζωής της.  
Τα γεγονότα του παρελθόντος θα αποδειχθούν καταλυτικά, σχεδόν μοιραία, για τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος και πρώτα απ’ όλα για τη βασική ηρωίδα, τη Λόη. Η Λόη θα εξαργυρώσει την ομορφιά της με έναν πλούσιο γάμο αλλά κανένας, όπως έγραψε ο Όσκαρ Ουάιλντ, δεν έχει τόσα χρήματα για να εξαγοράσει το παρελθόν του. Και αυτό το παρελθόν, σκοτεινό και αποτρόπαιο, διαμορφωμένο χωρίς τη δική της θέληση, είναι που συνθλίβει τη ζωή της.
Ποιά μυστικά κρύβει αυτό το παρελθόν δεν πρόκειται να σας τα αποκαλύψω, θα τα μάθετε διαβάζοντας το βιβλίο. Θα αναφερθώ όμως πολύ συνοπτικά σε έναν από τους βασικούς άξονες του μυθιστορήματος που είναι η τύχη των Ελλήνων μαχητών που πολέμησαν στον ισπανικό εμφύλιο. Το σπουδαίο αυτό ζήτημα και η αποσιώπησή του από την επίσημη ιστορία, όπως λέει η κ. Προκοπίου υπήρξε η αφορμή για να γράψει το μυθιστόρημα αυτό, που πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι το πρώτο λογοτεχνικό έργο στο οποίο γίνεται εκτενής αναφορά στη συμμετοχή των Ελλήνων στις Διεθνείς Ταξιαρχίες.
Ο πατέρας της Λόης, ο Αρίστος, είναι ένας από τους 300 – 400 περίπου Έλληνες αντιφασίστες που πήγαν στην Ισπανία για να πολεμήσουν στο πλευρό της Δημοκρατικής κυβέρνησης μετά το πραξικόπημα του θηριώδη στρατηγού Φράνκο στις 17 Ιουλίου 1936. Ο αριθμός αυτός θα ήταν πολύ μεγαλύτερος αλλά στο μεταξύ επιβλήθηκε η δικτατορία του Μεταξά και το φιλικό προς τους φασίστες καθεστώς της 4ης Αυγούστου παρεμπόδισε την αναχώρηση 2.000 περίπου εθελοντών. Με την κήρυξη της δικτατορίας οι περισσότεροι από τους κομμουνιστές συνελήφθησαν από τα λαγωνικά της ασφάλειας του διαβόητου Μανιαδάκη και κλείστηκαν στις φυλακές ή στάλθηκαν στους τόπους εξορίας. Ελάχιστοι κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα, να φτάσουν στη Μασσαλία και από εκεί να περάσουν στην Ιβηρική χερσόνησο.
Πολιτικά, οι περισσότεροι από τους Έλληνες εθελοντές ανήκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα, υπήρχαν λίγοι τροτσκιστές, αρχειομαρξιστές όπως τους έλεγαν τότε, καθώς και μια ομάδα αναρχικών που έδρασε στην περιοχή της Βαρκελώνης, όπου οι Ισπανοί αναρχικοί συγκέντρωναν το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης τους.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων που πολέμησαν στις Διεθνείς Ταξιαρχίες ήταν Έλληνες της διασποράς και κυρίως ναυτεργάτες. Οι Ελληνοαμερικανοί, που ήταν και η μαζικότερη “ελληνική” αποστολή, άρχισαν να φτάνουν στην Ισπανία το Δεκέμβρη του 1936.
Η πρώτη οργανωμένη ομάδα αγωνιστών από την Ελλάδα έφθασε στο Αλμπαθέτε, μια πόλη 250 χλμ. νότια της Μαδρίτης, όπου βρισκόταν το κέντρο υποδοχής και εκπαίδευσης των Διεθνών Ταξιαρχιών. Τον Ιούλιο του 1937, σχηματίστηκε επίσημα ο ελληνικός λόχος που ονομάστηκε αρχικά «Νίκος Ζαχαριάδης» προς τιμή του αρχηγού που ήταν έγκλειστος στην ακτίνα Θ’ των φυλακών της Κέρκυρας. 
Ο ελληνικός λόχος συμμετείχε σε πολλές μάχες, στη Μπρουνέτ, στο Μπελσίτ, στην Τερουέλ, σε πόλεις που τα ονόματά τους δύσκολα τα προφέρεις και ακόμη πιο δύσκολα τα θυμάσαι. Πολλοί από τους μαχητές του άφησαν την τελευταία τους πνοή γαντζωμένοι πάνω στα πολυβόλα και περικυκλωμένοι από τους φασίστες, άλλοι ξεψύχησαν στα οδοφράγματα και άλλοι δολοφονήθηκαν από εκτελεστικά αποσπάσματα έχοντας το ίδιο τέλος με τον μεγάλο ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Με την κατάληψη της Βαρκελώνης και της Μαδρίτης, ο ισπανικός εμφύλιος έλαβε και τυπικά τέλος την 1η Απριλίου 1939. Το πραξικόπημα του στρατηγού Κασάδο και ο εσωτερικός εμφύλιος στο αντιφασιστικό στρατόπεδο ανάμεσα σε κομμουνιστές από τη μια αναρχικούς και τροτσκιστές από την άλλη, συνέβαλαν στην ολοκλήρωση της τραγωδίας που Αλμπέρ Καμύ περιέγραψε ως εξής: «Ήταν στην Ισπανία που οι άνθρωποι έμαθαν ότι κάποιος μπορεί να έχει δίκιο και παρ’ όλ’ αυτά να ηττηθεί, ότι η βία μπορεί να νικήσει το πνεύμα, ότι υπάρχουν φορές που το θάρρος δεν αρκεί. Χωρίς αμφιβολία αυτός είναι ο λόγος που εξηγεί γιατί τόσοι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο αντιμετωπίζουν το ισπανικό δράμα ως προσωπική τραγωδία».
Οι Έλληνες μαχητές πλήρωσαν ακριβά την προσήλωση τους στα ιδανικά της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Πόσοι ακριβώς σκοτώθηκαν παραμένει άγνωστο. Είναι γνωστά τα ονόματα 53 από αυτούς ενώ ο πραγματικός αριθμός ξεπερνά τους 100.
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο της κ. Προκοπίου εύκολα θα διαπιστώσει την έκταση και το βάθος της έρευνας που έκανε για την περίοδο του ισπανικού εμφύλιου αλλά και το θαυμασμό που νοιώθει γι αυτούς τους ανθρώπους που εγκατέλειψαν τα πάντα για να υπερασπισθούν τη δημοκρατική Ισπανία. Ο ήρωας της ο Αρίστος υπήρξε η ενσάρκωση της παλικαριάς και της μεγαλοψυχίας. Πολέμησε στο πεδίο της τιμής χωρίς να δειλιάσει και θεώρησε ζήτημα προσωπικής τιμής το μεγαλειώδες σύνθημα «NO PASARAN – Δεν θα περάσουν». Να πως τον περιγράφει η συγγραφέας χρησιμοποιώντας την αφήγηση ενός αντιφασίστα δημοσιογράφου: «Ναι, τον Αρίστο τον ήξερα, μαζί ήμασταν και στη μάχη στο Χαράμα και στο Μπρουνέτ. Δεν τον χώνεψα στην αρχή κι ας τον παινεύει ο Μίλτος, μουλωχτός ήταν και αλαζόνας, λες κι αυτός ήταν κι εμείς οι άλλοι δε μετρούσαμε. Γενναίος όμως, αυτό πρέπει να πω, απ’ τους τριακόσιους ογδόντα πέντε Έλληνες που πολεμήσαμε με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες αυτός ήταν εκείνος που θα του άξιζε πιο πολύ απ’ όλους το παράσημο ανδρείας. Όχι ότι οι άλλοι δεν πολέμησαν, δε βασανίστηκαν, δε χάσαν τη ζωή τους, όμως ο Αρίστος δεν υπολόγιζε τον κίνδυνο, αν ο λοχαγός μας έλεγε να προχωρήσουμε σκυφτοί, ο Αρίστος προχωρούσε όρθιος, ψύχραιμος και αλύγιστος, δεν τον φοβέριζαν οι σφαίρες, μάλλον αυτές τον φοβόταν και σφύριζαν γύρω του χωρίς να τον αγγίζουν. Δυο φορές έσωσε τραυματισμένους συντρόφους στις πλάτες του επάνω, και τις δυο φορές ανέβηκε πεντακόσια μέτρα ως το φρύδι του λόφου μέσα σε καταιγισμό εχθρικών πυρών».
Στην Ισπανία ο Αρίστος έζησε την πλημμυρίδα της μεγαλοσύνης ενώ στην υπόλοιπη ζωή του παρασύρθηκε από την άμπωτη της κατάπτωσης.
Πριν φθάσουμε όμως εκεί ας δούμε τι απέγιναν οι ήρωες των διεθνών ταξιαρχιών. Η μοίρα τους ήταν δυστυχώς αυτή που φαντάστηκε η Ντολόρες Ιμπαρούρι, η θρυλική Πασιονάρια, που στα απομνημονεύματά της έγραψε: “…ο αποχαιρετισμός στους ήρωες των Διεθνών Ταξιαρχιών, παρά τη γιορτινή ατμόσφαιρα στην οποία έγινε ήταν ψυχρός και μελαγχολικός. Η καρδιά γέμιζε πίκρα βλέποντας εκείνους τους ήρωες να περνούν στη μεγάλη “αβενιάδα” της Βαρκελώνης που είχε οργανωθεί ο λαϊκός αποχαιρετισμός. Σκεφτόμασταν την τύχη μας και την τύχη αυτών των ανθρώπων, που πολλοί δεν μπορούσαν να γυρίσουν στις χώρες τους, γιατί εκεί επικρατούσε ο φασισμός. Ήταν ήρωες σημαδεμένοι με τη συμμετοχή τους στον πόλεμο της Ισπανίας, που η διπλωματία της μη επέμβασης τους έβαζε υπό κατηγορία σαν λεπρούς, τους καταδίωκε, τους παρέδιδε στην αστυνομική παραφροσύνη, τους έκλεινε σε ειδικά στρατόπεδα παραδίνοντας τους τελικά στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι”.
Πράγματι αρκετοί ήταν εκείνοι που δεν είχαν κυριολεκτικά πού να πάνε. Κι ανάμεσα τους, οι Έλληνες, με μόνη εξαίρεση τους ομογενείς της Αμερικής και της Αγγλίας που ξαναγύρισαν εκεί. Οι υπόλοιποι παρέμειναν στην Ισπανία μέχρι το τέλος και πέρασαν στο γαλλικό έδαφος μετά την κατάρρευση, αφού πρώτα πολέμησαν στις τελευταίες μάχες στην Καταλονία, δίνοντας έτσι την δυνατότητα σε χιλιάδες γυναικόπαιδα και τραυματίες να περάσουν τα σύνορα.
Η μοίρα του Αρίστου ήταν χειρότερη. Στιγματίστηκε από το ίδιο του κόμμα ως επιρροή της εμβληματικής προσωπικότητας των αναρχικών του Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι, γνώρισε διπλή εξορία από συντρόφους και εχθρούς στη Σιβηρία και τον Αη Στράτη και τελικά υπέκυψε: υπέγραψε δήλωση μετανοίας και αυτό τον καταρράκωσε, τον γονάτισε, τον τσάκισε κυριολεκτικά. Ο ιδεολόγος Αρίστος μεταμορφώθηκε στο χειρότερο είδος ανθρώπου, βίαιος και μέθυσος, αδιάφορος και καταστροφικός για την οικογένειά του, αξιοθρήνητος, ένα πραγματικό ρεμάλι. Τον κατήφορό του προς το ναδίρ τον πλήρωσαν ακριβά οι οικείοι του και πιο πολύ ο γιος του ο Γιωργής, σακάτης στο σώμα και το μυαλό εξαιτίας της τυφλής βίας του πατέρα του. Πόσο παράδοξο στ αλήθεια! Ο άνθρωπος που βασανίστηκε στα κολαστήρια της ασφάλειας και έζησε τον εφιάλτη της εξορίας έγινε ο ίδιος βασανιστής των παιδιών του και εφιάλτης της ζωής τους. Κι αν τα σημάδια μιας μαρτυρικής και απόλυτα στερημένης ζωής μπορούσε εύκολα να τα διακρίνει κανείς στο αναπηρικό καροτσάκι, στην άθλια τρώγλη, στα μπαλωμένα παλιόρουχα ακόμα στα βλέμματα καταφρόνιας και τους ψιθύρους των συγχωριανών που τρέφονται από τη δυστυχία των άλλων για να ξεχνάνε τη δική τους, ποιός θα μπορούσε να διακρίνει τα αόρατα σημάδια της απελπισίας στις ψυχές αυτών των ανθρώπων; Ποιός θα μπορούσε να ζυγίσει το βάρος της απόγνωσης στην ψυχή της Λόης; Ακόμη κι η ίδια αν κοίταζε βαθιά μέσα της θα ένοιωθε τρόμο. Τελικά τα θύματα της Μεγάλης Ιστορίας, όπως την αποκαλεί η συγγραφέας, θα πρέπει να τα αναζητήσουμε μόνο στους λόφους της Μαδρίτης, στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, στον Αη Στράτη και το Σοργκούτ; 

Βιβλιοπαρουσίαση Κομοτινή από την Ελπίδα Βόγλη, Ιστορικό

                                        Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου
Η ανάσα στο σβέρκο, Αθήνα, εκδ. Ψυχογιός, 2011




Δύο ελληνικοί μικρόκοσμοι συναντώνται στο μυθιστόρημα της Νόρας Πυλόρωφ-Προκοπίου: ο μικρόκοσμος του Μηνά, ενός εύπορου αρχαιολόγου από την Κρήτη για τον οποίο η σκαπάνη της αρχαιολογίας διανοίγει τους δρόμους της ‘επανάστασης’ από το περιοριστικό παρόν του ―και ο μικρόκοσμος της Λόης, της όμορφης φτωχής Δραμινής από την πλευρά της μητέρας της αλλά ατίθασης κοσμοπολίτισσας από την πλευρά του επαναστάτη πατέρα της για την οποία το παρελθόν φαίνεται να εγκλωβίζει το παρόν και το μέλλον. Αμφότεροι, όπως και όλοι μας δηλαδή, συμπυκνώνουν στην παροντική, την καθημερινή τους εικόνα την προσωπική τους ιστορία, τη διαδρομή στο χρόνο μιας απειροελάχιστης ψηφίδας της ιστορίας της μεσοπολεμικής Ελλάδας, μιας οικογένειας –φυσικά όπως οι ίδιοι οι ήρωες ‘απορρόφησαν’ την κληρονομιά της οικογενειακής ιστορίας τους και έτσι εκλογίκευσαν τους ρόλους και τη θέση τους όχι μόνο στην οικογένειά τους αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον τους.
          Απαλλαγμένη από τις επιβεβλημένες κανονικότητες της ιστορικής επιστήμης η Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου πραγματοποιεί ό,τι ακριβώς θα επιθυμούσε διακαώς ένας ιστορικός: Πλάθει μέσα από το Μηνά και τη Λόη δύο μικρόκοσμους ασύμβατους αλλά και απρόβλεπτους, εστιάζοντας στην ατομικότητά τους χωρίς να τρομάζει για το αποτέλεσμα της έρευνας της. Αναζητά στο συναισθηματικό κόσμο και τον παρορμητισμό των δύο ηρώων της τις αποτυπώσεις (τις κοινωνικές συνέπειες όπως θα έλεγε ένας ιστορικός) των επιλογών ενός μεμονωμένου, απλού ανθρώπου στον ιστορικό χρόνο και αναδεικνύεται η ίδια σε ψυχολόγο και ψυχαναλυτή των ηρώων της, θυμίζοντας τη διαπίστωση, ή το παράπονο ίσως, που κάποιοι καταξιωμένοι ιστορικοί σε μεγάλη ηλικία τόλμησαν να καταγράψουν: ότι αν η ιστορία μοιάζει με την τέχνη, μοιάζει επίσης με τη ψυχανάλυση. Αλλά το σημείο στο οποίο κυριολεκτικά προκαλεί το φθόνο των ιστορικών η συγγραφέας είναι το εξής: Ζωντανεύει μέσα από τα μονοπάτια της λογοτεχνικής φαντασίας κιτρινισμένες φωτογραφίες, βρίσκει μάρτυρες που είναι πρόθυμοι να καταθέσουν ειλικρινώς και ευθαρσώς τις εντυπώσεις τους για πρόσωπα και γεγονότα προκειμένου να συμπληρώσουν το τεράστιο αλλά στο μεγαλύτερο μέρος του άγνωστο ψηφιδωτό του ιστορικού παρελθόντος.
Σε μια κορυφαία στιγμή ένας φίλος από τα παλιά, ένας συμπολεμιστής στα χρόνια του Ισπανικού Εμφυλίου του πατέρα της Λόης, του Αρίστου, εμφανίζεται αιφνιδίως για να καλύψει ένα τεράστιο κενό της οικογενειακής ιστορίας, το κενό μιας ολόκληρης επταετίας στη ζωή του Αρίστου: από το τέλος του ονείρου στην Ισπανία μέχρι το τέλος του εφιάλτη του Δεύτερου Παγμοσμίου Πολέμου, ένα κενό που και τα ίδια τα μέλη της οικογένειας περιέργως είχαν αποσιωπήσει. Και έπειτα έρχονται και άλλοι φίλοι συμπολεμιστές από τον Ισπανικό Εμφύλιο, αυτή τη φορά στην κηδεία του Αρίστου, για να περιγράψουν στην ίδια του την κόρη τις άγνωστες πτυχές της ζωής και του χαρακτήρα του Αρίστου.
Η εμφάνιση, τελείως αναπάντεχα, τέτοιων μαρτύρων, θα τολμούσα να πω ότι καθιστά το μυθιστόρημα Η ανάσα στο Σβέρκο, πέρα από την αυτοτελή γοητεία που διατηρεί στο είδος του, μια υπέρτατη ικανοποίηση του εγγενούς πόθου του ιστορικού να καλύψει τα κενά του. Αλλά όπως το ιστορικό παρελθόν δεν μεταβάλλεται, έτσι δεν αλλάζει και η γνώση ή άγνοια του ιστορικού για αυτό το παρελθόν. Άλλωστε πώς μπορεί να ξεπεράσει τις σιωπές του υλικού του ο ιστορικός, όταν οι μη ζώσες πηγές του δεν του το επιτρέπουν και η αντίστοιχη με αυτή του αρχαιολόγου Μηνά ‘σκαπάνη’ της ιστορικής επιστήμης δεν του επιφυλλάσσουν μια τέτοια ανακάλυψη; Μήπως πράγματι οι ‘σιωπές’ των πηγών εξηγούν γιατί οι ιστορικοί δεν ενδιαφέρθηκαν για ελλαδίτες πολεμιστές του Ισπανικού Εμφυλίου, όπως ο Αρίστος; Μήπως πάλι ήταν ο μικρός αριθμός των Ελλήνων πολεμιστών (λίγες εκατοντάδες μόνον μαζί από τον ελλαδικό χώρο και από τη διασπορά) ο λόγος που αποθάρρυνε ακόμη και τον ερευνητή, ο οποίος ξεφύλισσε το λεύκωμα με τις φωτογραφίες τους που εκδόθηκε πολύ νωρίς (πριν ακόμη ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος) στη Νέα Υόρκη; Ή μήπως τα αίτια της ιστοριογραφικής αδιαφορίας ή ίσως αμηχανίας θα πρέπει να συνδυαστούν με τις μετέπειτα εξελίξεις της ελληνικής πολιτικής ζωής, κυρίως τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο; 
Δεν είναι απαραίτητα εύκολη η απάντηση των παραπάνω ερωτημάτων. Ακόμη και το ενδιαφέρον για τη σύγκριση του ισπανικού και του ελληνικού εμφυλίου εκδηλώθηκε στην επιστημονική συζήτηση αρκετά περιορισμένα και μάλιστα πολύ πρόσφατα, μόλις στον 21ο αιώνα. Ο Μήτσος Παλαιολογόπουλος που συνέγραψε νωρίτερα ένα από τα ελάχιστα βιβλία για τη συμμετοχή Ελλήνων στον ισπανικό εμφύλιο τονίζει τη σοβαρότερη δυσκολία του ιστορικού που θα επέλεγε το ζήτημα ως αντικείμενο μελέτης: την απουσία πηγών. Ως μη ιστορικός ο Παλαιολογόπουλος ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία συγκεντρώνοντας στο διάστημα της δικής του εξορίας στη Γαλλία, στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, προφορικές μαρτυρίες. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1970 αλλά και τη δεκαετία του 1980 η χρήση και οι τρόποι αξιοποίησης των προφορικών μαρτυριών στη συγγραφή της ιστορίας ήταν ακόμη και για τους πιο τολμηρούς ιστορικούς θέματα επιστημονικής συζήτησης. Ειδικά αν οι μαρτυρίες αφορούσαν ένα τόσο πολιτικά ευαίσθητο ζήτημα, όπως η συμμετοχή σε εμφύλιο πόλεμο, θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο ένας ιστορικός να αποτολμήσει την ενασχόλησή του με το συγκεκριμένο θέμα.    
Τα περιθώρια που ορίζονται για τη διερεύνηση ‘ευαίσθητων’ πολιτικά θεμάτων από την πολιτική κατάσταση μιας δεδομένης εποχής είναι συνήθως ανυπέρβλητα. Άλλώστε και το βιβλίο του Παλαιολογόπουλου δημοσιεύτηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης και παρουσιάστηκε ανοικτά στο ελληνικό κοινό μαζί με αυτό καθαυτό το ζήτημα της συμμετοχής Ελλήνων στον ισπανικό εμφύλιο μέσω της κρατικής τηλεόρασης μόλις το 1984, όταν η εκπομπή «Παρασκήνιο» αφιέρωσε ένα επεισόδιο της στην ιστορία ενός Χιώτη που πολέμησε στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, όπως ο Αρίστος της Νόρας Πυλόρωφ-Προκοπίου.
Και ένα ακόμη ενδιαφέρον σημείο που αξίζει να τονιστεί, είναι ότι η ιστορικότητα της ιστορίας του Αρίστου δεν διαφέρει από αυτή του παραπάνω Χιώτη ή των άλλων συμπολεμιστών του, των λίγων έστω που αποτόλμησαν να καταγράψουν κάποια στιγμή τις εμπειρίες τους στην Ισπανία. Μόνο που ο Αρίστος μιλά ελάχιστα για τον εαυτό και αφήνοντας τους άλλους και τις πράξεις του να μιλήσουν για αυτόν αναδεικνύεται σε μια ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση για τον αναγνώστη, μια πρόκληση που ισοδυναμεί με αυτή που αντιμετωπίζει ο ιστορικός ερευνητής, όταν ‘στέκεται’ απέναντι στους άγνωστους ήρωες του παρελθόντος επιδιώκοντας να τους κατανοήσει και να τους ερμηνεύσει μέσω των πηγών.  
Και να πως ξεδιπλώνεται η ιστορία του Αρίστου στο βιβλίο της Νόρας: Γεννήθηκε στην Ανάφη, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1910, ίσως και λίγο νωρίτερα, ίσως λίγο πριν το κίνημα στο Γουδί. Στα παιδικά του χρόνια βίωσε την πρώτη διάψευση της προσήλωσής του στην ίδια του την οικογένεια: η μητέρα του στα επτά του χρόνια τον άφησε σε ορφανοτροφείο στη Δράμα, γιατί δεν της έφτανε η πενιχρή σύνταξη του μακαρίτη πατέρα του για να συντηρήσει όλα τα παιδιά της. Ωστόσο, ο ίδιος ποτέ δεν την εγκατέλειψε αλλά και ποτέ δεν τη συγχώρεσε για την πρώτη διάψευση που του επεφύλαξε. Λίγα είναι γνωστά για το τι έκανε από τα έντεκά του που έφυγε από το ορφανοτροφείο μέχρι να βρεθεί για πρώτη φορά εξόριστος στον Άι-Στράτη στις αρχές της δεκαετίας του 1930, έπειτα την άνοιξη του 1936 στη Θεσσαλονίκη, όπου συμμετείχε στη λαϊκή εξέγερση της 9ης Μαΐου, και στη συνέχεια, τον Οκτώβριο του 1936, στο πλοίο που ξεκινώντας από την Καβάλα τον μετέφερε μέσω Μασσαλίας στην Ισπανία. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ήταν ήδη μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος με αποτέλεσμα η θέση του στην Ελλάδα του Μεταξά να είναι εξαιρετικά επισφαλής. Ο ισπανικός εμφύλιος μάλλον έδωσε την ελπίδα στον Αρίστο, ίσως και τη μοναδική διέξοδο να υπερασπιστεί τα ιδανικά του στην εποχή της ακμής των ευρωπαϊκών δικτατοριών και στην εποχή που ακόμη και οι ριζοσπάστες διανοούμενοι ανησυχούσαν μήπως είχε φτάσει το τέλος της ελευθερίας. Και η αποχώρηση το 1938 από την Ισπανία εγκαινίασε τα σκοτεινά χρόνια στη ζωή αλλά και την προσωπικότητα του Αρίστου: από τη Γαλλία πέρασε στη Ρωσία, εκτοπίστηκε στη Σιβηρία, διαψεύστηκε κάθε ιδέα και αξία στην οποία αφιερώθηκε, και έπειτα ακολούθησε η φυλακή και πάλι η εξορία στην Ελλάδα μέχρι που το 1945 γύρισε στο χωριό στη Δράμα για να παντρευτεί την παπαδοκόρη αρραβωνιαστικιά του, τη Μαρία. Αναμφίβολα η προσωπική ιστορία του Αρίστου αναβιώνει μεμονωμένες και ιδιάζουσες πτυχές της ελληνικής πολιτικής ιστορίας και αναδεικνύει περίτρανα τη σπουδαιότητα των ρόλων που ανέλαβαν οι άσημοι, οι αφανείς, οι πολλοί απλοί ήρωες. 
Αλλά, όπως υποστηρίζει ο σύγχρονος ιστορικός, μια προσωπική ιστορία ακόμη και η απομνημονευματική καταγραφή της, δεν είναι επιστημονικά ιστορία αλλά το πρωτογενές υλικό της. Γνωρίζει όμως ο ίδιος ιστορικός την αδυναμία του να συγκεντρώσει και να ‘συναρμολογήσει’ σε ενιαίο, συμπαγές και αδιάβλητο σύνολο το τεράστιο πλήθος ατομικών ιστοριών. Και μάλλον αισθάνεται αμήχανος στην προσπάθειά του να απαντήσει στους επικριτές της επιστημονικότητας της επιστήμης του που απαιτούν από την ιστορία να είναι και λογοτεχνία αλλά και να συνδυάζει πολλών άλλων επιστημών τα εφόδια. Σε όλα αυτά η Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου δεν οφείλει απαντήσεις και δεν αισθάνεται αμηχανία. Αναμοχλεύει τους φόβους του ιστορικού και συνάμα προκαλεί το θαυμασμό του, διεκπεραιώνει με συνέπεια ολόκληρη ιστορική έρευνα και συγγραφική αδεία, τη διανθίζει με πηγές της φαντασίας, ώστε παραδίδει ένα εξαιρετικά ελκυστικό, υποδειγματικής μεθοδολογίας, ιστορικό μυθιστόρημα.  

Ελπίδα Κ. Βόγλη




        
           


Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Μπέρτολντ Μπρεχτ, Η μπαλάντα για τη σεξουαλική σκλαβιά και άλλα ομοιοκατάληκτα ποιήματα, μεταφρασμένα από τη γράφουσα







Η μπαλάντα για τη σεξουαλική σκλαβιά


Σατανάς ίδιος είναι
και χασάπης! Μοσχάρια όλοι οι άλλοι να τα σφάξεις!
Κορμί χαμένο! Χειρότερος από τον κάθε γυναικά!
Ποιος γδύνει όμως αυτόν που όλους τους άλλους γδύνει; Τα κάθε είδους θηλυκά.
Δεν είναι θέμα αν θέλει – έτοιμος είναι κάθε στιγμή.
Είναι αυτό που λέν σκλαβιά σεξουαλική.
Στη Βίβλο δεν πιστεύει, ούτε στον Κώδικα τον Αστικό.
Μια που νομίζει ότι είναι ο πιο μεγάλος εγωιστής
Ξέρει πως όποιος δει γυναίκα παύει πια να΄ναι στη μοίρα του εξουσιαστής
Και δεν αφήνει θηλυκό δίπλα του να καθήσει:
Δεν κάνει όμως να βιάζεται.
Πριν ακόμα νυχτώσει, μαζί της συνουσιάζεται.

Εδώ είδαμε άντρες κι άντρες να πεθαίνουν.
Και πόρνες μεγάλους και τρανούς να ξετρελαίνουν!
Κι αυτοί που τα βλέπουν ό,τι όρκο πάρουν πως δεν τα χάβουν –
Σαν τα τινάξουν, πόρνες τους θάβουν.
Δεν είναι θέμα αν θέλουν – έτοιμοι είναι κάθε στιγμή.
Είναι αυτό που λέν σκλαβιά σεξουαλική.
Ο ένας τηρεί τη Βίβλο, κι ο άλλος τον Κώδικα τον Αστικό.
 Αντρας αν είναι Εβραίος, Χριστιανός ή αναρχικός!
Το μεσημέρι σέλινο να φάει αποφεύγει γενικώς.
Το απόγευμα για μια ιδέα μοχθεί.
Το βράδυ για το ότι πήρε επάνω του ενθουσιάζεται,
Πριν ακόμα νυχτώσει, μαζί της συνουσιάζεται.


Στην κρεμάλα τον πηγαίνουν για να τον τελειώσουν.
Ασβέστης αγοράστηκε για να τον ασβεστώσουν,
Η ζωή του από λεπτή κλωστίτσα κρέμεται
Κι ο τύπος κορίτσια ονειρεύεται.
Και στην κρεμάλα – έτοιμος είναι κάθε στιγμή.
Είναι αυτό που λένε σκλαβιά σεξουαλική.
Ετσι και αλλιώς χαμένος είναι από χέρι.
Γυναίκα είναι που του’δωσε του Ιούδα το φιλί.
Κι αρχίζει να καταλαβαίνει τι θα του συμβεί
Ότι της γυναίκας η τρύπα τάφος είναι
Τι κι αν με τον ίδιο τον εαυτό του θυμώνει και ταράζεται,
Πριν ακόμα νυχτώσει, μαζί της συνουσιάζεται.


Mπαλάντα για την «πόρνη των Εβραίων» Μαρί Ζάντερς
Βγάλαν στη Νυρεμβέργη νόμο
Και κλάψανε γυναίκες που
Πλάγιαζαν με λάθος άντρα.
   «Πληγές ανοίγει η σάρκα στις γειτονιές
    Τα τύμπανα χυπάν βαριά
    Θεέ μου, αν είχαν στο μυαλό τους πράξεις κακές
    Θα τις έκαναν τούτη τη νυχτιά».
Μαρί Ζάντερς, του αγαπητικού σου
Παραείναι μαύρα τα μαλλιά.
Καλύτερα να μην του φερθείς σήμερα
Όπως του φέρθηκες χτες.
   «Πληγές ανοίγει η σάρκα στις γειτονιές
    Τα τύμπανα χτυπάν βαριά.
    Θεέ μου, αν είχαν στο μυαλό τους πράξεις κακές
    Θα τις έκαναν τούτη τη νυχτιά».

Μάνα, δος μου το κλειδί
Δεν είναι δα και τόσο φοβερά.
Το φεγγάρι ίδιο είναι όπως πάντα.
   «Πληγές ανοίγει η σάρκα στις γειτονιές
    Τα τύμπανα χτυπάν βαριά
    Θεέ μου, αν είχαν στο μυαλό τους πράξεις κακές
    Θα τις έκαναν τούτη τη νυχτιά».

Ένα πρωί νωρίς στις εννιά
Την τριγύρισαν στην πόλη
Με την πουκαμίσα, στο λαιμό μια ταμπέλα, το κεφάλι γουλί.
Στα σοκάκια ούρλιαζε ο κόσμος. Αυτή
Κοίταξε ψυχρά γύρω της.
   «Πληγές ανοίγει η σάρκα στις γειτονιές
   Ο Στράιχερ* απόψε θα μιλήσει
   Αν μπορούσαμε να ακούσουμε αυτά που λέει
   Θα’χαμε καταλάβει πώς μας έχουν καταντήσει». 

*Στράιχερ, διαβόητος φασίστας, εκδότης του περιοδικού «Επιδρομέας», μιας εμπρηστικής αντισημιτικής φυλλάδας.
Το τραγούδι μιας Γερμανίδας μάνας
Γιε μου, δώρο τις μπότες σου’κανα
Και το πουκάμισο το καφετί:
Αυτό που ξέρω σήμερα αν ήξερα πιο πριν
Κάλλιο να είχα κρεμαστεί.

Γιε μου, το χέρι που σηκώθηκε
Τον Χίτλερ για να χαιρετήσει
 Δεν ήξερα πως το χέρι που χαιρέταγε
Θα’πρεπε να’χατε λιανίσει.
…………………………………………..
Γιε σου, σ’είδα που σ’έβαλε
Πίσω του να βαδίσεις.
Πώς να΄ξερα πως ακολουθώντας τον
Ποτέ δε θα γυρίσεις.

Γιε μου, είπες, η Γερμανία
Δε θα΄ταν πια η ίδια
Δεν ήξερα πως ματωμένες πέτρες
θα γινόταν, κι αποκαίδια.

Σε είδα να φοράς το καφετί πουκάμισο
Και δε σήκωσα γροθιά
Γιατί δεν ήξερα αυτό που ξέρω σήμερα:
Πως θα γινόταν το πουκάμισο η νεκρική σου φορεσιά.

Η Τζένη των κουρσάρων
Κύριοί μου, ποτήρια με βλέπετε σήμερα να πλένω
Και το κρεβάτι στον καθένα σας να στρώνω.
Μια δεκάρα μου πετάνε
Και τους ευχαριστώ για να τελειώνω.
Βλέπουν τα παλιόρουχα και το ξενοδοχείο που μένω
Αλλά ιδέα δεν έχουν με ποια μιλάνε.
Ομως ένα βράδυ φασαρία στο λιμάνι θ’ακουστεί
Και το πλήθος – τι άραγε συμβαίνει; -  θα φωνάξει
Πλένοντας τα ποτήρια να χαμογελάω να με δουν
Τι χαμογελάει άραγε αυτή;- θα πουν.
      Ένα καράβι με οκτώ πανιά
      και πενήντα κανόνια
      στο μώλο θα΄χει αράξει.

Μου λεν, πλύν’τα ποτήρια σου, κοπέλα μου καλή,
Να για τον κόπο πάρε και κάτι.
Την παίρνω τη δεκάρα τους για τη δουλειά μου
Και φτειάχνω το κρεβάτι!
Κανείς δε θα πλαγιάσει τη νύχτα αυτή.
Κι ακόμα αυτοί δεν ξέρουνε ποια είναι η αφεντιά μου.
Ομως ένα βράδυ βοή μεγάλη στο λιμάνι θ’ακουστεί.
Αραγε τι βοή να΄ναι; - θα ρωτήσουν
Στο παραθύρι να χαμογελάω θα με δουν
 Τι κακία είν’αυτή! - θα πουν.
      Και τα κανόνια απ’το καράβι
      με τα οκτώ πανιά
     την πόλη θα βομβαρδίσουν.
………………………………………………………………
Και εκατό το μεσημέρι στην ξηρά θα ορμήσουν
Σε σκιερές γωνιές θα περιμένουν
Και θα αρπάξουν τον καθένα στου σπιτιού του τις αυλές
Με αλυσίδες θα τον δένουν
Μπροστά μου θα τον φέρουν και θα ρωτήσουν:
Να σκοτώσουμε ποιον θες;
Και το μεσημέρι βαθιά σιγή θα’χει πέσει στο λιμάνι
Ολοι τους! - θα διατάξω
Σα με ρωτήσουν - ποιος στ’αλήθεια θα πεθάνει.
Κι όταν πέφτουν τα κεφάλια - αχ, τι κρίμα! θα φωνάξω.
      και θα με πάρει το καράβι με τα οκτώ πανιά
     και τα πενήντα κανόνια
     και θα χαθεί μαζί μου.
        


Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

H κορυφή και ο πάτος


Δημοσιεύτηκε στο Εντευκτήριο, τεύχος 94/2011
στη σειρά:Εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί. Του κορμιού τα πάθη




Η κορυφή κι ο πάτος


Η Κωστούλα, που ονομάζεται και Κωνσταντίνα, και στην πορεία της ζωής της άλλαξε το βαφτιστικό της ανάλογα με τους στόχους και τις επιδιώξεις της, υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα δημόσιο πρόσωπο. Με τον άντρα της, το Στέφανο Πανιέρη, προσέφεραν ένα πολύ μεγάλο ποσό, δωρεά στο ελληνικό δημόσιο, μαζί μ’ένα οικόπεδο εικοσιτριών στρεμμάτων στο Β., ώστε να κτιστεί ένα νοσοκομείο στην μνήμη του πεθερού της  και να καλύπτει τις ανάγκες της δυτικής Αττικής. Προηγήθηκε στα δέκα χρόνια της συμβίωσής της με τον Στέφανο η ανέγερση ενός μουσείου μοντέρνας τέχνης στη Λ. και η ίδρυση πανεπιστημίου σε ακριτικό νησί. Σε κάθε του εμφάνιση, δημόσια ή ιδιωτική, ο Στέφανος δεν παρέλειπε να τονίζει ότι η Κωνσταντίνα είχε την ιδέα του κοινωφελούς έργου και φρόντισε και για την υλοποίησή του. Σπάνια άντρας τίμησε, πρόβαλλε και παίνεσε τη γυναίκα του τόσο πολύ όσο ο Στέφανος Πανιέρης, όπως τόνισε ο γνωστός  διευθυντής ειδήσεων της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Γιώργος Παπαλαζάρου.
Η Κωστούλα λοιπόν που κάποια στιγμή ονομάστηκε Κωνσταντίνα επί το κομψότερο και λιγώτερο χωριάτικο, κατάγεται από  το χωριό Πισωδέρι της ακριτικής Σάμου. Τριανταοχτώ νοματαίους αριθμούσε το χωριό τότε και παραμένει ερημωμένο ακόμα και σήμερα. Ξεχασμένο απ’το Θεό, χωμένο σε μια βαθειά χαράδρα, στις πλαγιές του Κέρκη, κατά μήκος ενός μικρού ποταμού που φιδογυρίζει και φουσκώνει απειλητικά το χειμώνα, με λιγοστή κτηνοτροφία, καμιά πενηνταριά κατσίκια όλα κι όλα, κάτι μικροχωραφάκια, λίγη ξυλεία, όμως βότανα, πολλά βότανα, χόρτα και μυρωδικά. Η φύση έχει εφοδιάσει την περιοχή μ’όλα τα καλά του Θεού, θυμάρι και μαντζουράνα και μελισσόχορτο και ιεροβότανο και λουίζα, κι άλλα, άλλα πολλά, χρόνο να΄χεις να μαζεύεις.
Εκείνα τα χρόνια ζούσαν εκεί  τέσσερεις γυναίκες, που τις φώναζαν οι βοτανούδες, που είχαν κληρονομήσει από τη γιαγιά τους και την προγιαγιά τους τη γνώση και ξέραν και τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες.Τρείς απ’αυτές ήταν γριές, η τέταρτη ήταν η κόρη της μιας, γύρω στα σαρανταπέντε, παντρεμένη αλλά άκληρη. Ούτε οι άλλες είχαν απογόνους και κλαίγαν τη μοίρα τους, σε ποιον θα μάθουν όλα αυτά που ήξεραν. Τρείς ξεδοντιάρες γριές και μια μισότριβη κρατούσαν την οικονομία του χωριού στα χέρια τους. Ακουμπώντας στα ροζιασμένα μπαστούνια τους ανεβοκατέβαιναν τα μονοπάτια, χώνονταν μέχρι τον λαιμό στα αγκαθωτά βάτα, σπιθαμή προς σπιθαμή όργωναν το φαράγγι και απ’το αετίσιο μάτι τους δεν ξέφευγε τίποτε. Και υπήρχε και μια απόλυτη ομοφωνία μεταξύ τους. Καμιά δεν αμφισβητούσε το κύρος και την αυθεντία της αλληνής. Μαζεύονταν κάθε απομεσήμερο ή βραδάκι ανάλογα με την εποχή και με το βότανο στο σπίτι αυτηνής που είχε την κόρη και βγάζαν απ’τις πολλές τσέπες που είχαν στις φουστάνες τους την καθημερινή τους πραμάτεια και την άπλωναν στο μεγάλο τραπέζι. Επιδέξια τα παραμορφωμένα δάχτυλά τους ψαχούλευαν τα φυλλαράκια, τα κλωνιά και τους ανθούς, κάποια τα έβραζαν, κάποια τα κοπανούσαν στο παλιό χαβάνι ή στο γουδί, άλλα τα ξέραιναν, τα βάζαν σε φακελάκια από  τσιγαρόχαρτο που τους το’φερνε ο Πανάγος ο αγωγιάτης απ’το Βαθύ και με ευλάβεια τα τοποθετούσαν σε χαρτονένια κουτιά. Κάθε Δευτέρα τέσσερα γαϊδουράκια ανέβαιναν τη ρεματιά και βγαίναν στη δημοσιά. Το ένα κατευθυνόταν στο κοντινό κεφαλοχώρι, το άλλο πήγαινε στο Βαθύ, το τρίτο έπαιρνε σβάρνα τα χωριά και το τέταρτο κατευθυνόταν στο λιμάνι και ξεφόρτωνε στο πλοίο για την Αθήνα. Τα βότανα μοσχοπουλιόνταν, κι οι βοτανούδες, κι όσοι με κάποιο τρόπο σχετίζονταν με τη δουλειά, την έβγαζαν καλά. Οι άλλοι όμως υπέφεραν.
Το ‘56 άρχισε το μεγάλο κύμα μετανάστευσης στη Γερμανία, κι απ’το χωριό φύγαν έντεκα άντρες, όλοι σόι μεταξύ τους. Ανάμεσα τους κι ο πατέρας της Κωστούλας, ο Παντελής. Αφησε πίσω του τη γυναίκα του, την Κατίνα, τέσσερα μικρά κορίτσια κι ένα μωρό στην κοιλιά της μάνας του. Τρία χρόνια έκανε να ξανάρθει. Τους έστελνε λεφτά, τους έγραφε και γράμματα, κι όταν ξαναγύρισε,  αντίκρυσε την πέμπτη κόρη του, την Κωστούλα που ήταν ήδη τριών και κάτι. Κι όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, ξαναγκάστρωσε την Κατίνα  και ξανάφυγε. Μόνο που αυτήν την φορά η Κατινιώ δεν άντεξε την έκτη γέννα κι έπαθε εκλαμψία. Το παιδί, το έκτο, κορίτσι κι αυτό, επέζησε ενάντια σ’όλες τις προβλέψεις της μιας βοτανούς που εκτελούσε στο χωριό και χρέη μαμής.
Ετσι ο Παντελής αναγκάστηκε ν’αφήσει τη φάμπρικα στη Γερμανία, την ξανθειά Ιλζε, που τον βόλευε τις κρύες γερμανικές νύχτες, να αγοράσει με τις οικονομίες του μια Μερσεντές για να την κάνει ταξί, και να εγκατασταθεί στο Βαθύ για να’ναι κοντά στο χωριό και να’χει, υποτίθεται, και τη φροντίδα των κοριτσιών. Μεγάλου του βάρους, ασήκουτου, τι να κάνω, μόνους μ’ έξη τσούπρες, παραπονιόταν τα βράδια στο καφενείο, όταν πήγαινε τις Κυριακές στο χωριό. Τα κορίτσια, δεκαπέντε η μεγαλύτερη, μηνών το μωρό, μοιράστηκαν σε συγγενείς, την Κωστούλα την ανέλαβε η άκληρη βοτανού.
Τι ήταν αυτό που έκανε την Κωστούλα, όλες τις Κωστούλες αυτού του κόσμου,  να διαφέρει  απ’τις αδελφές της, να ξεχωρίσει από το περιβάλλον της και να τραβήξει μπροστά ακάθεκτη, παραμερίζοντας με λιγώτερο θεμιτούς και περισσότερο αθέμιτους τρόπους ό,τι εμπόδια της παρουσιάστηκαν στην πορεία της τρικυμισμένης ζωής της; Πώς κατάφερε να πάρει τουλάχιστον στην αρχή τη μοίρα  στα χέρια της και να την υποτάξει; Τι δύναμη υπαγόρευε τις πράξεις της και τη βοήθησε να ευοδώνονται ένας-ένας οι στόχοι που έθετε στον εαυτό της; Τι χρειάστηκε να πουλήσει; Πώς επιβίωσε μ’όλα αυτά που αναγκάστηκε να ξεπουλήσει; Κανείς δεν ξέρει. Αν ήξερε κάποιος, αν μπορούσε να σταθμίσει τα αστάθμητα, θα’βγαζε και ριτσέτες και θα τις πουλούσε για χρυσάφι στους αδίστακτους.
Η βοτανού κι ο άντρας της φέρθηκαν καλά στην Κωστούλα. Την πήραν στα έξη της. Απ’την πρώτη στιγμή  ήθελε να πάει με τον μπαμπά της στο Βαθύ. Ρωτούσε συνεχώς γι αυτόν, απαιτούσε να ‘ρθει να την πάρει. Αυτός, όταν πήγαινεε στο χωριό, την άραζε στο καφενείο, με την Μερσεντές παρκαρισμένη κολλητά στα τραπεζάκια, με το γυαλιστερό αλπακά κουστούμι του και την επίχρυση τη ρολογάρα στο χέρι, δώρο της ξανθειάς Ιλζε που το κουνούσε επιδεικτικά να λάμψει και να αστράψει, να σκάσουν οι κακόβουλοι! Τ’άλλα τα κορίτσια πλησίαζαν το καφενείο και στέκονταν από απόσταση και τον κοίταζαν, η Κωστούλα όμως σκαρφάλωνε στην αγκαλιά του και τον ρώταγε συνέχεια, πότε θα την πάρει να ζήσει μαζί του. Αμα μαζέψου λιφτά, να πάρω μιγάλο απαρτεμάν, να σας χουράει όλες, της αποκρινόταν. Το διαμέρισμα το πήρε πέντε χρόνια αργότερα, μόνο που δεν υπήρχε θέση σ’αυτό για τα κορίτσια παρά μόνο για την καινούργια του γυναίκα, την ξανθόψειρα την  Ιλζε, τα δυό παιδιά της απ’τον πρώτο της γάμο και το τρίτο το δικό του που ήταν καθ’οδόν. Λύσσαξε η Κωστούλα. Γκρεμίστηκε  ο κόσμος της κι ένιωσε προδομένη. Της ερχόταν να πνίξει τα δυο κοντόχοντρα παιδιά της άλλης που αυτάρεσκα πλαισίωναν τη μάνα τους στο γάμο. Αυτή κι οι αδελφές της στέκονταν παράμερα, φτωχοντυμένες, ανεπιθύμητες, οι δύο, υπηρέτριες στην Αθηνα, οι άλλες, παρακόρες στο χωριό, το μικρό σε μια ξαδέλφη.  Οταν ήρθε η σειρά της να χαιρετήσει, η Κωστούλα δεν κοίταξε τον μπαμπά της στα μάτια. Φοβόταν να μην φανεί το αβυσσαλέο μίσος που ένιωθε για την προδοσία του. Και το ίδιο βράδυ, όταν γύρισε στο χωριό, συναντήθηκε μ’ένα παιδί που την κολλούσε, έναν δεκαεξάρη, πήραν τις ρεματιές, χουφτώθηκαν κι αλληλοξεπαρθενευτηκαν. Οχι οτι ευχαριστήθηκε την πράξη αυτή καθαυτή, αλλά ένιωσε ωραία, ιδιαίτερα, όταν ο νεαρός σπαρταρούσε από πάνω της. Ξαφνικά είχε αυτή τη δύναμη στα χέρια της, δες τουν πώς ξεφυσάει ου ζαβός, έτσι να καταλάβεις, έτσι που μι’θελες γάμους, την πέθανεις τη μάνα μ’, γουμάρι ε γουμάρι, να τώρα κι ‘γω!, να, να, να!
 Μετά απ’αυτό άρχισε να πειραματίζεται με το σώμα της.
Ζήτησε απ΄τον μπαμπά της να την πάρει στο Βαθύ, να προσέχου τα παιδιά, μαρ πατέρα, η Γερμανιά πώς θα τα καταφέρει; δεν ξέρει και τη γλώσσα, δέχεται  αυτός, χαζός ήταν; Τζάμπα υπηρέτρια  στα Γερμανάκια και στην Ιλζε που είναι σα βαρέλι, ετοιμόγεννη και δυσαρεστημένη με Ελλάδα κι Ελληνες, Feuer und Flamme, ήταν ο Παντελής στη Γερμανία, εδώ nichts, gar nichts, εκμυστηρεύεται σε καναδυό άλλες ναυαγισμένες απ’το Βορρά που ακολούθησαν τη φωνή της καρδιάς τους και τους έμεινε μόνο η φωνή. Ο Παντελής βλέπεις καινούργια χούγια, καφενείο, μεθύσια τσιλιμπουρδίσματα, τεμπελιά, η Μερσεντές έχει αγκυροβολήσει έξω απ’το ουζάδικο, και γεμάτος δυσφορία σηκώνεται όταν τον φωνάξουν για κανενα αγώγι.
Ετσι η Ιλζε προσκολλάται στην Κωστούλα, δεν έχει και κανένα άλλο, μαθαίνει τα Γερμανικά η Κωστούλα, σκοτώνεται βέβαια στην κούραση, μετά το σχολείο ζώνεται την ποδιά και ξεσκατίζει το μωρό που’χει γεννηθεί, κορίτσι κι  αυτό προς μεγάλη απελπισία του Παντελή, καθαρίζει, μαγειρεύει, βγάζει τα κωλόπαιδα στο πάρκο, και αργά, πολύ αργά το βράδυ καταπιάνεται και με τα μαθήματά της.
Δεν τα πάει καλά στο σχολείο, αποκοιμιέται την ώρα της διδασκαλίας στο μάθημα, τη φωνάζει ο Γυμνασιάρχης και της κάνει παρατηρήσεις, θα χάσεις τη χρονιά σου, παιδί μου, πατάει τα κλάματα η Κωστούλα και πέφτει με λυγμούς στην αγκαλιά του, τρίβεται εκεί που πρέπει να τριφτεί και παίρνει το απολυτήριο με καλό βαθμό και ο  Γυμνασιάρχης μεσολαβεί στο Νομάρχη για μια θεσούλα δαχτυλογράφου, χωρίς η Κωστούλα να έχει δει γραφομηχανή στη ζωή της.
Δεν κρατάει όμως πολύ η θητεία της στη Νομαρχία. Κακήν κακώς φεύγει από τη Σάμο, μεγάλο  το σκάνδαλο που ξέσπασε,  κάποια πήρε την κυρία Νομάρχου τηλέφωνο, ανώνυμα φυσικά, να την ενημερώσει για τα όργια του αντρός της, κι αυτός βέβαια έκανε ότι μπορούσε να  φυγαδεύσει το κορίτσι από το νησί, όχι χωρίς να της δώσει συστατική επιστολή στον Υπουργό, να βοηθήσουμε τα παιδιά από την περιφέρεια, «...αμέμπτου ήθους η περί ης λόγος, εξαιρέτου οικογενείας, προσκείμενης εις την παράταξίν μας  πάππου προς πάππου...»
Ο γραμματέας του υπουργού εκτιμά την προσφορά της οικογένειας πάππου προς πάππου και αναλάμβάνει να σπιτώσει, να ταίσει και να ποτίσει την καϋμένη την κοπέλα από την περιφέρεια και επειδή η φιλανθρωπία είναι μεταδοτική προσφέρονται κι άλλοι, όλοι τους υψηλόβαθμα στελέχη, να φροντίσουν την φτωχή επαρχιωτοπούλα. Αν ο ίδιος ο υπουργός προσφέρθηκε να βάλει κι αυτός ένα χεράκι δεν είναι βέβαιο, κι αν το’κανε, σεμνός και διακριτικός καθώς είναι, δεν το πήρε κανένας χαμπάρι.
Ετσι λοιπόν πέντε χρόνια μετά την εγκαστάστασή της στην πρωτεύουσα η Κωστούλα μένει σ’ένα χαριτωμένο διαμέρισμα, εργάζεται τα απογεύματα στα γραφεία του κόμματος και τελειώνει τη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών.
Είναι ευτυχισμένη; Ποιος μπορεί να πει; Εχει δρόμο ακόμα μπροστά της. Κι όταν ο μπαμπάς της έρχεται να τη δει να της ζητήσει ρουσφέτι να μεσολαβήσει για μια άδεια, για την Ιλζε δηλαδή, ν’ανοίξει μαγαζί με σουβενίρ, μήπως και ορθοποδήσουν, αυτός έτσι κι αλλιώς είναι καμένο χαρτί, η Κωστούλα που έχει  γίνει πια Κωνσταντίνα αρνείται να τον βάλει μέσα, ούτες για ένα πουτήρι νερό, βρε Κουστούλα μ’, τόσον δρόμου ήρθα! Τη δουλειά του τού την κάνει και του στέλνει το χαρτί που χρειάζεται, πιο πολύ για να του δείξει ποιος έχει το πάνω χέρι.
Πάντρεύεται δύο φορές, άντρες με μεγάλη προσωπική περιουσία και ακόμα μεγαλύτερη ηλικία, ο πρώτος πεθαίνει από έμφραγμα, το δεύτερο τον χωρίζει. Στα τριανταδύο της παντρεύεται για τρίτη φορά, το Στέφανο Πανιέρη, γόνο παλιάς αθηναϊκής οικογένειας, νέο όμορφο και πολυ πλούσιο και προπαντώς τρελά ερωτευμένο μαζί της. Γίνονται το ζευγάρι της χρονιάς, η Κωστούλα από το Πισωδέρι έχει επιτέλους αυτά που επιθυμεί η ψυχή της, χρήματα, κοινωνική καταξίωση, εξουσία κι όλα τα αγαθά ή πονηρά αν θελετε που συμπορεύονται με τα προηγούμενα: ωραίο σπίτι, βίλα στην Κηφισιά, ρούχα από τους μεγαλύτερους οίκους μόδας του εξωτερικού, κοσμήματα, ταξίδια, στο σπίτι της μπαινοβγαίνουν τα μεγαλύτερα ονόματα της πολιτικής και της ανώτατης κοινωνίας των Αθηνών, συχνά έρχονται προσκλήσεις απ’το Παλάτι, στις οποίες το ζεύγος ανταποκρίνεται ανάλογα με τη διάθεσή του, τι άλλο να επιθυμήσει η ψυχή ενός ανθρώπου; Το χωριό, οι βοτανούδες, η Ιλζε και τα σκατόπαιδα έχουν ξεχαστεί, ο πατέρας έχει καταχωνιαστεί σε σκοτεινό κατώι κι έχει σφραγιστεί η καταπακτή.
Μόνο που.
Στα τριακοστά ένατα  γενέθλιά της, Μάιος μήνας, το βράδυ έχει προγραμματιστεί πάρτυ στους κήπους της έπαυλης, η Κωστούλα-Κωνσταντίνα σηκώνεται το πρωί μ’ένα βουητό στο κεφάλι, δεν είναι ώρα για κρυολογήματα, σκέφτεται, και παίρνει μια ασπιρίνη. Μέχρι το μεσημέρι ο πονοκέφαλος συνεχίζεται κι έχει δυναμώσει, παίρνει δεύτερο και μέχρι το βράδυ και τρίτο χάπι. Συνέρχεται κάπως, την ώρα όμως που χτενίζεται μπροστά στην τουαλέτα της φορώντας ένα μοντέλο Ντιορ που το γόρασε στην τελευταία κολέξιόν στο Παρίσι, ανακαλύπτει ένα μικρό κόκκινο σημαδάκι στη βάση του λαιμού. Αναφυλαξία, μόνο αυτό μου έλειπε! Φοράει ένα κολιέ που αγκαλιάζει το λαιμό για να το κρύψει, νιώθει όμως ένα ανεπαίσθητο κάψιμο σ’έκείνο το  σημείο. Την άλλη μέρα σηκώνεται αργά και το πρώτο πράγμα που αισθάνεται είναι πάλι  κάψιμο σ’ενα άλλο μέρος του λαιμού, στο πλάι, κάτω απ’τ’αυτί. Είναι Κυριακή και δε θέλει να ψάξει για γιατρό ούτε βέβαια να καταφύγει στα εφημερεύοντα.
Μέχρι τη Δευτέρα το πρωί τα σημάδια γύρω απ’το λαιμό της έχουν πολλαπλάσιαστεί, είναι σαν περιδέραιο με κόκκινες πέρλες και το κάψιμο είναι σα μια μεγγένη που περικλείει το λαιμό της, δεν την πνίγει, όχι, είναι όμως εκεί και σε λίγο νιώθει ότι την εμποδίζει  στις κινήσεις του κεφαλιού της.
Από  την άλλη ημέρα αρχίζει τις επισκέψεις στους δερματολόγους, στους κορυφαίους πρώτα, κι αργότερα όσο η απέλπισία της περισσεύει, και σε δευτεροκλασάτους, μόνο που σε κάθε καινούργιο που πηγαίνει έχει και κάτι περισσότερο να του πει γιατί όλο και περισσότερες κόκκινες βούλες εμφανίζονται στο κορμί της. Της κάνουν όλες τις αναλύσεις, τις δίνουν όλα τα φάρμακα, κάνουν τις πιο τρελές εικασίες, συμβούλια ιατρικά, έρχονται να τη δουν ξένοι γιατροί, ένας Γερμανός, ένας Ελβετός κι ένας Σουηδός ομοιοπαθητικός – στην Ελλάδα η ομοιπαθητική δε έχει διαδοθεί ακόμα – οι δυο πρώτοι σηκώνουν τα χέρια, ο τρίτος μιλάει για ψυχική διαταραχή, για εσωτερικές δυνάμεις που την διαβρώνουν από μέσα και επικεντρώνεται πιο πολύ στην αίσθηση του καψίματος.
Ο Στέφανος τής συμπαραστέκεται, πάει μαζί της στην Αμερική, στο Νοσοκομείο του Χιούστον, μένει είκοσι μέρες μέσα η Κωστούλα, μαζεύονται από πάνω της τα μεγαλύτερα κεφάλια του κλάδου, τίποτε, κανένας δεν μπορεί να ονοματίσει το είδος του εξανθήματος και άπρακτο γυρίζει το αντρόγυνο πίσω.
Σιγά-σιγά αλλά σταθερά το κάψιμο αυξάνεται, όσο πυκνώνουν οι βούλες, η Κωστούλα έχει αφήσει τον εαυτό της, δεν τρώει, έχει μείνει μισή, κάποια χαρακτηριστικά απ’την παλιά της ομορφιά αντιστέκονται και δε φεύγουν, το πρόσωπο της ακόμα έχει παραμείνει ανέπαφο, κατά τα άλλα όμως νιώθει παγιδευμένη σ’ένα σώμα που μοιάζει να μην της ανήκει, που κάνει του κεφαλιού του, για δεύτερη φορά στη ζωή της δεν έχει τον έλεγχο, ούτε στο Στέφανο έχει πια την ίδια επιρροή, με αποστρέφεσαι, με απεχθάνεσαι, με απορρίπτεις, το ξέρω, δεν το΄χω καταλάβει, νομίζεις; Πρώτη φορά του ουρλιάζει, πού είναι ο έλεγχός της; Σιωπηλά βλέμματα ο Στέφανος  που την πληγώνουν.
Για πρώτη φορά στη ζωή της φοβάται, ιδρώνουν από φόβο το σώμα της και  η ψυχή της. Το σώμα που δεν το ξεγυμνώνει πια μπροστά του και η ψυχή της που έτσι κι αλλιώς δεν είχε ξεγυμνωθεί ποτέ. Σε κανέναν. Μαστόρισσα  η Κωστούλα, τα διαφέντευε όλα και σήκωνε τα ρολλά όσο αυτή ήθελε, ο έλεγχος, αφέντης, κριτής και τιμωρός, αυτός κρατούσε τα κομμάτια κολλημένα. Και τώρα τι και τώρα πώς;
Αρχίζει και πηγαίνει στις χαρτορίχτρες, στις καφετζούδες και στις μάντισσες, της τρώνε λεφτά και τη γεμίζουν υποσχέσεις. Το κάψιμο έχει ξαπλωθεί σ’όλο το σώμα της πυρκαγιά, δεν ανακουφίζεται πια με τίποτα, ούτε με μπάνια ούτε με αλοιφές ούτε με ταλκ, φλογίζεται ολόκληρη, αναγκάζεται όμως να φοράει κάλτσες και γάντια και κλειστά ρούχα για να μην παίρνουν χαμπάρι τι της συμβαίνει. Δε βγαίνει σχεδόν καθόλου έξω κι όταν το κάνει, πάντα με το αυτοκίνητο και με το σωφέρ.
Μια μαγείρισσα απ’το σπίτι τής λέει για μια μάγισσα στα Τουρκοβούνια, θάματα κάνει, κυρία, θάματα, βάζει τα χέρια της επάνω σου και γίνεσαι καλά, ακούτε που σας λέω, θάματα!
Μικρό σπιτάκι καθαρούτσικο με γεράνια, τριανταφυλλιές και γάτες στην αυλή, πέρνα, κορίτσι μου, βγαλ’τα γάντια,  το μαντίλι, τις κάλτσες, να σε κοιτάξω, γρια η μάγισσα, άσχημη, καμπουρίτσα, βλέμμα όμως ξύπνιο και κοφτερό λεπίδα. Πέντε-δέκα λεπτά δεν μιλάει καμιά τους. η Κωστούλα στέκεται μισόγυμνη μπροστά της, σκιαγμένη, και τα δάκρυα κατρακυλάνε στα μάγουλά της, πόσα χρόνια είχε να κλάψει; Από πού ξεχειλίζουν, πού ήταν αυτό το ποτήρι που γέμισε και δε χωράει άλλο;
«Τι φαρμάκι πότισες, κορίτσι μου, το μέσα σου κι έφτασες εδώ που έφτασες; Τι σε πιλάτεψε και το΄κανες αυτό στον εαυτό σου; Μυαλό απροσκύνητο, κοίταξες να φτειάξεις εσύ τη μοίρα σου! Πήγαινε από κει που ξεκίνησες, πήγαινε με το κεφάλι χαμηλά, εσύ ξέρεις από βότανα, βρες αυτό που θα σε κάνει καλά. Εκεί είναι, εκεί! Μίλα με το Θεό! Κι αυτός εκεί. Φύγε τώρα! Λεφτά δε θέλω!»
Κανένας δεν πήρε είδηση ότι η Κωστούλα έφυγε απ’το σπίτι της, δεν πήρε τίποτε μαζί της, στην αρχή είπαν, μήπως έδωσε τέλος στη ζωή της, ψάχναν κι ο Στέφανος και η αστυνομία, μετά από δέκα μέρες τηλεφώνησε στον άντρα της και του είπε να μην την γυρέψει να τη βρει και ότι κάποια στιγμή θα πράξει τα δέοντα για να τερματίσει το γάμο τους. Δεν τον άφησε να μιλήσει, του’κλεισε το τηλέφωνο. Ο Στέφανος δεν έψαξε να τη βρεί.
Καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα πιο πέρα από το Πισωδέρι της ακριτικής Σάμου υπάρχει μια μεγάλη παραλία με λευκή άμμο, Την κυκλώνουν ψηλά βράχια με νεροφαγιές. Εκεί κατεβαίνει η Κωστούλα και κάθεται με τις ώρες μπροστά στα μυστήρια που ρυτιδώνουν τη θάλασσα, αποτραβιέται μέσα της, ξεφλουδίζει τα περασμένα και καυγαδίζει με το  Θεό.
Κοινωνεί την αμόλυντη ομορφιά που την περιτριγυρίζει και κοιτάζει να ξηλώσει το κουβάρι της και να πλέξει μια καινούργια ζωή.