«Η ανάσα στο σβέρκο» που επέλεξε η κ. Προκοπίου
ως τίτλο του νέου βιβλίου της περιγράφει τον τρόμο που κυριεύει όσους
αισθάνονται να τους πλησιάζει απειλητικά το κακό που επιβουλεύεται την ύπαρξή
τους. Ο τίτλος αυτός ταιριάζει απόλυτα με την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα.
Νοιώθουμε την ανάσα των δανειστών στο σβέρκο μας, ζούμε με «κομμένη την ανάσα» από την ασφυκτική
πολιτική των μνημονίων, χρειαζόμαστε χώρους και μέσα για ανασάνουμε. Αλλιώς, θα
πνιγούμε από τη δυσοσμία και τις αναθυμιάσεις που αναδίδονται από το τυμπανιαίο
πλέον πτώμα του πολιτικού συστήματος. Ενός συστήματος που το μόνο που μας
υπόσχεται είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων η διαρκής οικονομική και
πνευματική πενία και στη χειρότερη η αυτοχειρία και ο πνευματικός ακρωτηριασμός.
Αυτά βεβαίως είναι
γνωστά και παραβιάζουμε ανοικτές θύρες επαναλαμβάνοντάς τα. Εκείνο ίσως που
μένει ν’ αποδειχθεί είναι αν και εμείς οι ίδιοι έχουμε αφυδατωθεί περιπλανώμενοι
στην πνευματική έρημο που μας έχουν οδηγήσει. Δεν γνωρίζουμε επίσης αν στο
μέλλον μας, που προβλέπεται «με πολύ ξηρασία»,
θα βρούμε οάσεις για να ξεδιψάσουμε. Η καλή λογοτεχνία σίγουρα είναι μια τέτοια
όαση. Η λογοτεχνία της «αβάσταχτης ελαφρότητας» σίγουρα είναι αντικατοπτρισμός.
Το βιβλίο της κ. Προκοπίου ανήκει στην πρώτη κατηγορία και θα το διαπιστώσετε
διαβάζοντάς το.
«Η ανάσα
στο σβέρκο» είναι ένα ερωτικό και όχι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο
όμως θεμελιώνεται σε ένα στέρεα δομημένο ιστορικό υπόβαθρο. Οι ήρωες του
κινούνται σε ένα ευρύτατο χρονικά και γεωγραφικά πλαίσιο, το οποίο όμως είναι σε
απίστευτο βαθμό συνεκτικό και συνεχές. Η συγγραφέας λειτουργώντας ως έμπειρη
τοπογράφος σχεδιάζει μια κύρια πολυγωνική όδευση, τη διαδρομή της βασικής
ηρωίδας Λόης και του συζύγου της Μηνά, και πάνω σ’ αυτήν αρθρώνει τις
δευτερεύουσες οδεύσεις με την πορεία των συγγενικών τους προσώπων. Κορυφές της
όδευσης διαφορετικές πόλεις σε διαφορετικές χρονικές περιόδους: η φαραωνική
Θήβα, η Θεσσαλονίκη του ματωμένου Μάη του 36, η Μαδρίτη του ισπανικού εμφύλιου,
η μετεμφυλιακή Δράμα, η Αθήνα των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης. Και όπως
μια χωροσταθμική όδευση, σύμφωνα με τις τοπογραφικές μεθόδους, για να «κλείσει»
πρέπει να ξαναμετρηθεί ακολουθώντας την αντίστροφη διαδρομή έτσι και οι
πρωταγωνιστές του πολυπρόσωπου αυτού δράματος θα πρέπει να επαναλάβουν τις
διαδρομές με την αντίστροφη φορά. Το ταξίδι της αιγύπτιας πριγκίπισσας Ακεναθώρ
από τη φαραωνική Θήβα στη μινωική Κρήτη για να ζήσει τον έρωτά της με τον
Μνησία θα επαναληφθεί 3500 χρόνια αργότερα με τη Λόη που θα ξεκινήσει από τα
Χανιά για να σμίξει στο Κάιρο με τον αιγύπτιο αρχαιολόγο Ρασίντ, τον μοναδικό αλλά
ανεκπλήρωτο έρωτα της ζωής της.
Τα γεγονότα του
παρελθόντος θα αποδειχθούν καταλυτικά, σχεδόν μοιραία, για τους πρωταγωνιστές
του μυθιστορήματος και πρώτα απ’ όλα για τη βασική ηρωίδα, τη Λόη. Η Λόη θα
εξαργυρώσει την ομορφιά της με έναν πλούσιο γάμο αλλά κανένας, όπως έγραψε ο
Όσκαρ Ουάιλντ, δεν έχει τόσα χρήματα για να εξαγοράσει το παρελθόν του. Και
αυτό το παρελθόν, σκοτεινό και αποτρόπαιο, διαμορφωμένο χωρίς τη δική της
θέληση, είναι που συνθλίβει τη ζωή της.
Ποιά μυστικά κρύβει
αυτό το παρελθόν δεν πρόκειται να σας τα αποκαλύψω, θα τα μάθετε διαβάζοντας το
βιβλίο. Θα αναφερθώ όμως πολύ συνοπτικά σε έναν από τους βασικούς άξονες του
μυθιστορήματος που είναι η τύχη των Ελλήνων μαχητών που πολέμησαν στον ισπανικό
εμφύλιο. Το σπουδαίο αυτό ζήτημα και η αποσιώπησή του από την επίσημη ιστορία,
όπως λέει η κ. Προκοπίου υπήρξε η αφορμή για να γράψει το μυθιστόρημα αυτό, που
πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι το πρώτο λογοτεχνικό έργο στο οποίο γίνεται
εκτενής αναφορά στη συμμετοχή των Ελλήνων στις Διεθνείς Ταξιαρχίες.
Ο πατέρας της Λόης,
ο Αρίστος, είναι ένας από τους 300 – 400 περίπου Έλληνες αντιφασίστες που πήγαν
στην Ισπανία για να πολεμήσουν στο πλευρό της Δημοκρατικής κυβέρνησης μετά το
πραξικόπημα του θηριώδη στρατηγού Φράνκο στις 17 Ιουλίου 1936. Ο αριθμός αυτός
θα ήταν πολύ μεγαλύτερος αλλά στο μεταξύ επιβλήθηκε η δικτατορία του Μεταξά και
το φιλικό προς τους φασίστες καθεστώς της 4ης Αυγούστου παρεμπόδισε
την αναχώρηση 2.000 περίπου εθελοντών. Με την κήρυξη της δικτατορίας οι
περισσότεροι από τους κομμουνιστές συνελήφθησαν από τα λαγωνικά της ασφάλειας
του διαβόητου Μανιαδάκη και κλείστηκαν στις φυλακές ή στάλθηκαν στους τόπους
εξορίας. Ελάχιστοι κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα, να φτάσουν στη Μασσαλία και
από εκεί να περάσουν στην Ιβηρική χερσόνησο.
Πολιτικά, οι
περισσότεροι από τους Έλληνες εθελοντές ανήκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα, υπήρχαν
λίγοι τροτσκιστές, αρχειομαρξιστές όπως τους έλεγαν τότε, καθώς και μια ομάδα
αναρχικών που έδρασε στην περιοχή της Βαρκελώνης, όπου οι Ισπανοί αναρχικοί
συγκέντρωναν το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης τους.
Η
συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων που πολέμησαν στις Διεθνείς Ταξιαρχίες ήταν
Έλληνες της διασποράς και κυρίως ναυτεργάτες. Οι Ελληνοαμερικανοί, που
ήταν και η μαζικότερη “ελληνική” αποστολή, άρχισαν να φτάνουν στην Ισπανία το
Δεκέμβρη του 1936.
Η πρώτη οργανωμένη ομάδα αγωνιστών από την Ελλάδα
έφθασε στο Αλμπαθέτε, μια πόλη 250 χλμ. νότια της Μαδρίτης, όπου βρισκόταν το
κέντρο υποδοχής και εκπαίδευσης των Διεθνών Ταξιαρχιών. Τον
Ιούλιο του 1937, σχηματίστηκε επίσημα ο ελληνικός λόχος που ονομάστηκε αρχικά
«Νίκος Ζαχαριάδης» προς τιμή του αρχηγού που ήταν έγκλειστος στην ακτίνα Θ’ των
φυλακών της Κέρκυρας.
Ο ελληνικός λόχος συμμετείχε
σε πολλές μάχες, στη Μπρουνέτ, στο Μπελσίτ, στην Τερουέλ, σε πόλεις που τα
ονόματά τους δύσκολα τα προφέρεις και ακόμη πιο δύσκολα τα θυμάσαι. Πολλοί από
τους μαχητές του άφησαν την τελευταία τους πνοή γαντζωμένοι πάνω στα πολυβόλα
και περικυκλωμένοι από τους φασίστες, άλλοι ξεψύχησαν στα οδοφράγματα και άλλοι
δολοφονήθηκαν από εκτελεστικά αποσπάσματα έχοντας το ίδιο τέλος με τον μεγάλο
ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Με την κατάληψη της
Βαρκελώνης και της Μαδρίτης, ο ισπανικός εμφύλιος έλαβε και τυπικά τέλος την 1η Απριλίου 1939. Το πραξικόπημα του στρατηγού Κασάδο
και ο εσωτερικός εμφύλιος στο αντιφασιστικό στρατόπεδο ανάμεσα σε κομμουνιστές
από τη μια αναρχικούς και τροτσκιστές από την άλλη, συνέβαλαν στην ολοκλήρωση
της τραγωδίας που Αλμπέρ Καμύ περιέγραψε ως εξής: «Ήταν στην Ισπανία που οι άνθρωποι έμαθαν ότι
κάποιος μπορεί να έχει δίκιο και παρ’ όλ’ αυτά να ηττηθεί, ότι η βία μπορεί να
νικήσει το πνεύμα, ότι υπάρχουν φορές που το θάρρος δεν αρκεί. Χωρίς αμφιβολία
αυτός είναι ο λόγος που εξηγεί γιατί τόσοι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο
αντιμετωπίζουν το ισπανικό δράμα ως προσωπική τραγωδία».
Οι Έλληνες μαχητές
πλήρωσαν ακριβά την προσήλωση τους στα ιδανικά της ελευθερίας και της
δημοκρατίας. Πόσοι ακριβώς σκοτώθηκαν παραμένει άγνωστο. Είναι γνωστά τα
ονόματα 53 από αυτούς ενώ ο πραγματικός αριθμός ξεπερνά τους 100.
Διαβάζοντας κανείς
το βιβλίο της κ. Προκοπίου εύκολα θα διαπιστώσει την έκταση και το βάθος της
έρευνας που έκανε για την περίοδο του ισπανικού εμφύλιου αλλά και το θαυμασμό
που νοιώθει γι αυτούς τους ανθρώπους που εγκατέλειψαν τα πάντα για να
υπερασπισθούν τη δημοκρατική Ισπανία. Ο ήρωας της ο Αρίστος υπήρξε η ενσάρκωση
της παλικαριάς και της μεγαλοψυχίας. Πολέμησε στο πεδίο της τιμής χωρίς να δειλιάσει και θεώρησε ζήτημα
προσωπικής τιμής το μεγαλειώδες σύνθημα «NO PASARAN – Δεν θα περάσουν». Να πως τον περιγράφει η
συγγραφέας χρησιμοποιώντας την αφήγηση ενός αντιφασίστα δημοσιογράφου: «Ναι,
τον Αρίστο τον ήξερα, μαζί ήμασταν και στη μάχη στο Χαράμα και στο Μπρουνέτ.
Δεν τον χώνεψα στην αρχή κι ας τον παινεύει ο Μίλτος, μουλωχτός ήταν και
αλαζόνας, λες κι αυτός ήταν κι εμείς οι άλλοι δε μετρούσαμε. Γενναίος όμως,
αυτό πρέπει να πω, απ’ τους τριακόσιους ογδόντα πέντε Έλληνες που πολεμήσαμε με
τις Διεθνείς Ταξιαρχίες αυτός ήταν εκείνος που θα του άξιζε πιο πολύ απ’ όλους
το παράσημο ανδρείας. Όχι ότι οι άλλοι δεν πολέμησαν, δε βασανίστηκαν, δε χάσαν
τη ζωή τους, όμως ο Αρίστος δεν υπολόγιζε τον κίνδυνο, αν ο λοχαγός μας έλεγε
να προχωρήσουμε σκυφτοί, ο Αρίστος προχωρούσε όρθιος, ψύχραιμος και αλύγιστος,
δεν τον φοβέριζαν οι σφαίρες, μάλλον αυτές τον φοβόταν και σφύριζαν γύρω του
χωρίς να τον αγγίζουν. Δυο φορές έσωσε τραυματισμένους συντρόφους στις πλάτες
του επάνω, και τις δυο φορές ανέβηκε πεντακόσια μέτρα ως το φρύδι του λόφου
μέσα σε καταιγισμό εχθρικών πυρών».
Στην Ισπανία ο Αρίστος έζησε την πλημμυρίδα
της μεγαλοσύνης ενώ στην υπόλοιπη ζωή του παρασύρθηκε από την άμπωτη της κατάπτωσης.
Πριν φθάσουμε όμως εκεί ας δούμε τι απέγιναν
οι ήρωες των διεθνών ταξιαρχιών. Η μοίρα τους ήταν δυστυχώς αυτή που φαντάστηκε
η Ντολόρες Ιμπαρούρι, η θρυλική Πασιονάρια, που στα απομνημονεύματά της έγραψε:
“…ο αποχαιρετισμός στους ήρωες των Διεθνών
Ταξιαρχιών, παρά τη γιορτινή ατμόσφαιρα στην οποία έγινε ήταν ψυχρός και
μελαγχολικός. Η καρδιά γέμιζε πίκρα βλέποντας εκείνους τους ήρωες να περνούν
στη μεγάλη “αβενιάδα” της Βαρκελώνης που είχε οργανωθεί ο λαϊκός
αποχαιρετισμός. Σκεφτόμασταν την τύχη μας και την τύχη αυτών των ανθρώπων, που
πολλοί δεν μπορούσαν να γυρίσουν στις χώρες τους, γιατί εκεί επικρατούσε ο
φασισμός. Ήταν ήρωες σημαδεμένοι με τη συμμετοχή τους στον πόλεμο της Ισπανίας,
που η διπλωματία της μη επέμβασης τους έβαζε υπό κατηγορία σαν λεπρούς, τους
καταδίωκε, τους παρέδιδε στην αστυνομική παραφροσύνη, τους έκλεινε σε ειδικά
στρατόπεδα παραδίνοντας τους τελικά στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι”.
Πράγματι αρκετοί ήταν
εκείνοι που δεν είχαν κυριολεκτικά πού να πάνε. Κι ανάμεσα τους, οι Έλληνες, με
μόνη εξαίρεση τους ομογενείς της Αμερικής και της Αγγλίας που ξαναγύρισαν εκεί.
Οι υπόλοιποι παρέμειναν στην Ισπανία μέχρι το τέλος και πέρασαν στο γαλλικό
έδαφος μετά την κατάρρευση, αφού πρώτα πολέμησαν στις τελευταίες μάχες στην
Καταλονία, δίνοντας έτσι την δυνατότητα σε χιλιάδες γυναικόπαιδα και τραυματίες
να περάσουν τα σύνορα.
Η μοίρα του Αρίστου
ήταν χειρότερη. Στιγματίστηκε από το ίδιο του κόμμα ως επιρροή της εμβληματικής
προσωπικότητας των αναρχικών του Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι, γνώρισε διπλή εξορία
από συντρόφους και εχθρούς στη Σιβηρία και τον Αη Στράτη και τελικά υπέκυψε:
υπέγραψε δήλωση μετανοίας και αυτό τον καταρράκωσε, τον γονάτισε, τον τσάκισε
κυριολεκτικά. Ο ιδεολόγος Αρίστος μεταμορφώθηκε στο χειρότερο είδος ανθρώπου,
βίαιος και μέθυσος, αδιάφορος και καταστροφικός για την οικογένειά του,
αξιοθρήνητος, ένα πραγματικό ρεμάλι. Τον κατήφορό του προς το ναδίρ τον πλήρωσαν
ακριβά οι οικείοι του και πιο πολύ ο γιος του ο Γιωργής, σακάτης στο σώμα
και το μυαλό εξαιτίας της τυφλής βίας του πατέρα του. Πόσο παράδοξο στ αλήθεια!
Ο άνθρωπος που βασανίστηκε στα κολαστήρια της ασφάλειας και έζησε τον εφιάλτη
της εξορίας έγινε ο ίδιος βασανιστής των παιδιών του και εφιάλτης της ζωής
τους. Κι αν τα σημάδια μιας μαρτυρικής και απόλυτα στερημένης ζωής μπορούσε
εύκολα να τα διακρίνει κανείς στο αναπηρικό καροτσάκι, στην άθλια τρώγλη, στα
μπαλωμένα παλιόρουχα ακόμα στα βλέμματα καταφρόνιας και τους ψιθύρους των
συγχωριανών που τρέφονται από τη δυστυχία των άλλων για να ξεχνάνε τη δική
τους, ποιός θα μπορούσε να διακρίνει τα αόρατα σημάδια της απελπισίας στις
ψυχές αυτών των ανθρώπων; Ποιός θα μπορούσε να ζυγίσει το βάρος της απόγνωσης
στην ψυχή της Λόης; Ακόμη κι η ίδια αν κοίταζε βαθιά μέσα της θα ένοιωθε τρόμο.
Τελικά τα θύματα της Μεγάλης Ιστορίας, όπως την αποκαλεί η συγγραφέας, θα
πρέπει να τα αναζητήσουμε μόνο στους λόφους της Μαδρίτης, στο στρατόπεδο Παύλου
Μελά, στον Αη Στράτη και το Σοργκούτ;