Αναμετάδοση της εκδήλωσης από το Δημοτικό Ραδιόφωνο Πολυγύρου
Τι
ομορφιά αυτός ο τόπος! Δε χορταίνεται. Και τι ζεστασιά οι άνθρωποί του! Μια από
τις καλύτερες βιβλιοπαρουσιάσεις που έχω ζήσει μέχρι τώρα. Οργανωμένη στις 27
Απριλίου από το ΤΕΧΝΟΔΡΟΜΙΟ Πολυγύρου και το βιβλιοπωλείο ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ στην ωραία
αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου μάζεψε πολύ κόσμο παρά τις παράλληλες
εκδηλώσεις που υπήρχαν την ίδια ώρα.
Ψυχή
της διοργάνωσης, σκηνοθέτης και ενορχηστρωτής, ο φίλος μου ο Γιάννης Κύρκου
Αικατερινάρης παρουσίασε μια άρτια βραδιά με μουσική και απαγγελία, και μαζί με
την Αννα Λιαμάδη-Κώστογλου , την άλλη εισηγήτρια, ανέλυσαν την «ανάσα στο
σβέρκο» εις βάθος με καίριες και εύστοχες παρατηρήσεις.
Τιε
θερμές μου ευχαριστίες σε όλους τους συντελεστές και στη καλή μου την Ευδοκία
Αικατερινάρη που φιλοξένησε τις πρόβες σπίτι της. Της είμαι ευγνώμων.
οι συντελεστές
μουσικοί Γιώργος Μπαντές, Σάκης Λειβαδιώτης, Σάκης Νταλαμήτσιος με τους
αναγνώστες Χαρούλα Ορη-Αναγνώστη και Γιώργο Εμμανουήλ. Και φυσικά ο
κύριος Ευριπίδης. Και ο Γιάννης, η ψυχή!
Tι είναι η πατρίδα μου; Μην είναι οι
κάμποι, μην είναι τ’αψηλά βουνά; Οι μπαζωμένες ρεματιές; Οι τρίπατες πολυτέλειες
και τα αυθαίρετα; Μην είναι ο γαλάζιος ουρανός και η γλύκα του Πάσχα της; Οι
παράνομες επιδοτήσεις και τα φακελάκια; Η
αρχοντιά των ανθρώπων της και η λεβεντιά τους; Οι γαριασμένες πολυκατοικίες και
τα συσσωρευμένα σκουπίδια; Tι
απ’όλα;
Παρελαύνουν
μπροστά μας, λιτανεία χωρίς τέλος, οι εθνικές μας αμαρτίες μικρές και μεγάλες, με
πρώτη και καλύτερη, φτειασιδωμένη και σαγηνευτική, την φοροδιαφυγή, κρίματα μασκαρεμένα
από άκρατη αυταρέσκεια, δε φταίμε εμείς, άλλοι φταίνε, εγώ είμαι ένας φτωχός
πλην τίμιος βιοπαλαιστής, άλλοι τα φάγανε! Και ποιος άραγε τους έφερε, ρε
πατριώτη, αυτούς τους άλλους τους φαταούλες στα πράματα; Εσύ δεν τους έθρεψες
τόσες δεκαετίες στον κόρφο σου, για να τους έχεις πρόχειρους και κατά βούληση
να σε πορέψουν aν
και όταν θα τους έχεις ανάγκη, να βολέψουν εσένα, τα
παιδιά σου, τον κουμπάρο, τον μπατζανάκη σου… Σε ποιον τα λες αυτά, στο ίδιο
καζάνι όλοι βράζουμε, και βάλε το χέρι στην καρδιά και πες, εσύ δεν παρανόμησες
ποτέ, στο μέτρο που μπορούσες κι είχες και την τόλμη; Χασκογελάς ε; Πάρτα να μη
στα χρωστάω!
Γράφω
το άρθρο γιατί ήρθε και πέρασε το Πάσχα, κι εγώ είχα τρικυμία εν κρανίω, όρμησαν
στην ψυχή μου και στο θυμητικό μου, απαιτητικές και κυρίαρχες, μοσχοβολιές από
πασχαλιές και άνοιξη, και ήχοι και ψαλμοί από τον Επιτάφιο, και εικόνες από
λουλουδιασμένα χωράφια, πράσινα και κόκκινα και κίτρινα, και ήταν σα να τα
βίωνα όλα για πρώτη φορά, οι αισθητήρες μου δούλευαν στο φουλ, βουρκωμένη
συνεχώς, σα κάτι που ήταν δικό μου,
αυτονόητα δικό μου, όλα τα χρόνια της ζωής μου, να κινδύνευα να μου το πάρουν
και να το χάσω για πάντα. Πόσο την αγαπώ λοιπόν την πατρίδα μου;
Αβέβαιο το Πάσχα το φετεινό, και αμήχανο,
μαγκωμένες οι κουβέντες καμιά υπέρβαση καμιά ανάταση, ετοιμόρροπα τα
συναισθήματα, ραγισμένες οι κουβέντες, τριγυριζόμαστε από την πανδαισία της
άνοιξης, από τη γενναιόδωρη φύση του τόπου μας, μόνο που αλαφιασμένοι καθώς
είμαστε περνάνε καρέ-καρέ τα τοπία από μπροστά μας κι εμάς αλλού το μυαλό μας. Βέβαια εδώ που τα λέμε και στις εποχές των
παχέων αγελάδων και του ευδαιμονισμού η αγάπη που τρέφαμε προς την πατρίδα μας διακρινόταν από μια δόση - και
δύο θα έλεγα - υποκρισίας: μπορεί να λέγαμε συγκαταβατικά ο ένας στον άλλο, «α
ρε σαν την Ελλαδίτσα μας πουθενά», πουθενά όμως, πραγματικά πουθενά δεν υπήρξαν
και δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι την πονάμε αυτή την Ελλαδίτσα, ούτε όταν την
τσιμεντώνουμε, ούτε όταν την σκουπιδώνουμε ούτε όταν την παραδίνουμε στις
φλόγες, στην απληστία, στην ακηδία, στην αθλιότητα και στη λεηλασία. Ολοι
συμμετέχοντες και όλοι συμπράττοντες, λίγοι, ελάχιστοι, αυτοί που κρυφά ή φανερά αναρωτιούνται, ρε μήπως κι εγώ
σε κάτι έφταιξα, στο δικό μου μετερίζι κι εγώ ψιλολερωμένη την έχω τη φωλιά
μου! Μπα, τίποτε, πάντοτε οι άλλοι. Οι άλλοι καταστρέφουν, και μια που οι άλλοι
έκτισαν όλη την ακτή ας βρωμίσω κι εγώ την άμμο με τα υπολείμματα του πικ-νικ μου, ωχ αδελφέ, εγώ θα σώσω την
Ελλάδα; Πόσο αγαπώ λοιπόν την πατρίδα μου;
Και
αν όντως την αγαπώ, αυτό με κάνει πατριώτη ή φιλοπάτρι; Ποια η διαφορά των δύο
εννοιών;
Ο
πατριωτισμός είναι έννοια αμφίσημη και παρεξηγημένη. Στο όνομα του πατριωτισμού
καταπατήθηκαν κυριαρχικά ανθρώπινα δικαιώματα και εξυπηρετήθηκαν άνομα
συμφέροντα. Τον καπηλεύτηκαν τον όρο πρόσωπα μεμονωμένα, κόμματα, ομάδες
συμφερόντων, κράτη ολόκληρα. Και σήμερα τον καπηλεύονται. Αναφανδόν. Η εποχή
προσφέρεται: ο πατριωτισμός και η δημιουργία φοβήτρων, τα λεγόμενα Feindbilder στα γερμανικά, γίνονται εύκολα
όπλα δημαγωγίας και χειραγώγησης. Οσο πιο μεγάλα κοινωνικά στρώματα
περιθωριοποιούνται, τόσο πιο ευάλωτοι και εύπιστοι και στην καλύτερη περίπτωση
παθητικοί εν όψει μιας επικρεμάμενης απειλής γίνονται οι πολίτες απέναντι σε ακραία μηνύματα τυλιγμένα με τη
σημαία του πατριωτισμού και λαϊκισμού. Ολοι εκμεταλλεύονται όλους. Και όλοι το
κάνουν «για την Ελλάδα, ρε γαμώ το!» Οι ακραίοι για την εθνική μας περηφάνεια,
οι κεντρώοι, για να σωθεί η Ελλάδα από τους ακραίους. Και η προεκλογική κίνηση
καλά κρατεί.
Ο
Ελληνας «πατριώτης» λοιπόν θέλει μια Ελλάδα απαλλαγμένη από τους ξένους, τους
εντός, και από τους άλλους, τους εκτός, τα μέλη της «διεθνούς συνομωσίας που
βάλθηκαν να μας ξεκάνουν», μια Ελλάδα απαλλαγμένη από τους αναρχικούς, τους
μακρυμάλληδες και τα φρικιά, από τους ναρκομανείς και όλες τις «παρεμφερείς»
ομάδες και φυσικά από τους «αγανακτισμένους». Ιδιαίτερα απ’αυτούς.
Φιλοπατρία
όμως είναι η αληθινή αγάπη για τον τόπο που γεννήθηκα, την ιστορία του, για τους
ανθρώπους του, τα λάθη τους που είναι και δικά μου λάθη και που τα ξέρω και που
παλεύω να τα διορθώσω. Ως φιλοπάτρις δε παρασύρομαι από κάλπικα συνθήματα,
διατηρώ την ψυχραιμία και την ευθυκρισία μου. Δεν είμαι δογματικός ούτε
φανατικός. Δέχομαι ότι ο καθένας έχει δικαίωμα στα πιστεύω του. Κι εγώ όμως το
ίδιο. Δε φοροδιαφεύγω, δε λαδώνω, δε ζητώ ειδική μεταχείριση, δε ρουσφετολογώ,
σέβομαι για να με σεβαστούν, συνυπάρχω, μοιράζομαι, συμπλέω. Και εργάζομαι. Και
ας μου κόψαν τα μισά. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί η μοίρα με ευνόησε, επειδή
γεννήθηκα Ελληνας, δεν με καταρράκωσε. Αγαπώ την ελληνικότητά μου, τη γλώσσα
μου, την παράδοσή μου, την ομορφιά του τόπου μου, την υπηρετώ, τη φροντίζω, την
απολαμβάνω.
Γράψας Φ. "Σ’αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα" Εκδόσεις Ιανός ο Μελωδός
Γιατί
αυτό το τραγούδι έγινε επιτυχία; Και όχι μόνο στον Βορειελλαδικό χώρο
αλλά σ’ολόκληρη την επικράτεια; Ποιες λέξεις-κλειδιά αγγίξαν ποιες
χορδές; Ποιοι συνειρμοί ενεργοποιήθηκαν;
Σίγουρα
έπαιξε ρόλο η μουσική του Μάριου Τόκα, αναμφισβήτητα κούμπωσε ο στίχος
και η μελωδία με τη δωρική ρωμαλέα φωνή του Μητροπάνου, όμως εδώ είναι
κάτι παραπάνω.
Για
σκεφτείτε λιγο: Ζωγραφίστε με τη φαντασία σας τις εικόνες του
τραγουδιού. Σαλονίκη, ξημερώματα, υγρό οδόστρωμα στην παραλιακή, τα
φανάρια κουκουλωμένα στην ομίχλη, απόκοσμα μακρινά, η θάλασσα αναπνέει,
σίγουρα αφανής, αλλά εκεί λίγο πιο πέρα, ψάχνει στους άδειους δρόμους
του νυχτερινού τοπίου ο ποιητής, το σκοτάδι δεν έχει αραιώσει ακόμα,
όμως τα χρώματα της αυγής που έρχεται δε θα ζωγραφίζουν το βλέμμα της
αγαπημένης του, γιατί είναι απούσα, κι ούτε το βιολί του ποιητή μπορεί
να την υμνήσει, γιατί του λείπει το δοξάρι, του λείπει το όνειρο, λείπει
η ίδια, και ο Βαρδάρης παραμονεύει έτοιμος να σβήσει όλες τις
υποσχέσεις που δόθηκαν.
Ένα
ερωτικό ποίημα, ναι, ντυμένο όμως με πλουμίδια, λέξεις επιλεγμένες,
αγκυροβολημένες σε ιστορία και πολιτιστική παράδοση, ποίημα ντυμένο και
στολισμένο με αυτοκρατορικούς μανδύες, με αρχαίες χλαμύδες, με κάστρα,
με Κωνσταντινούπολη, με κρασί αγιονορείτικο, με σοκάκι σαλονικιώτικο, με
το Δωδεκάθεο του Ολύμπου, όμως και με ντέρτι, με σεκλέτι, με στεναγμό
και μετερίζι. Με τη φαρέτρα του ποιητή που είναι άδεια, με το βιολί που
δεν έχει δοξάρι, που βουβαίνεται. Και με την αγάπη που φεύγει και αφήνει
πίσω της το κρύο και με τη μέρα που μόνη ξυπνά, μόνη κοιμάται, η
πραγματικότητα επανέρχεται λοιπόν, γοργή σκληρή σύγχρονη, με μηχανάκι
και κομπιούτερ, όμως κάπου ακούγεται ακόμα η φλογέρα. Η γλύκα της
αναιρεί τη σκληρότητα της αμείλικτης ματαίωσης, της ασχήμιας της
καθημερινότητας.
Το
Φίλιππο Γράψα δεν τον γνωρίζω καλά, έκανα τη γνωριμία του στην πρώτη
παρουσίαση του βιβλίου του, όταν μου τον σύστησε η κόρη μου που είναι
γραφίστρια στο Δημιουργικό του Ιανού και επιμελήθηκε το βιβλίο του.
Συνάντησα έναν άντρα με μια ευγενική ήπια φυσιογνωμία και όταν τον
άκουσα να μιλάει στη βιβλιοπαρουσίαση επαληθεύτηκε η πρώτη εντύπωσή μου,
άνθρωπος χαμηλών τόνων, σεμνός, χωρίς κομπασμούς αλλά και χωρίς
ψεύτικες μετριοφροσύνες.
Το
βιβλίο που εκδόθηκε στη σειρά Ιανός ο Μελωδός, καλαίσθητο, με υψηλή
ποιότητα υλικών, συμπεριλαμβάνει τους καρπούς 34χρονης ποιητικής
παραγωγής, και τη συμμετοχή του στιχουργού σε σαράντα δισκογραφικές
δουλειές με ένα έως οκτώ τραγούδια στον κάθε δίσκο.
Τα
τελευταία είκοσι χρόνια μελοποιήθηκαν πολλά έργα μεγάλων ποιητών, τα
περισσότερα με ιδιαίτερη επιτυχία, πράγμα που μας δείχνει τη
σημαντικότητα του στίχου σ’ένα τραγούδι. Απόδειξη είναι ίσως τα
τραγούδια της EUROVISION με τον υποτυπώδη στίχο που ανεβαίνουν στο στερέωμα της επιτυχίας σα διάττοντες αστέρες και χάνονται μετά από μια σεζόν.
Ο
στίχος είναι πιστεύω η ραχοκοκκαλιά του τραγουδιού, αυτός του προσδίδει
την ιδιαίτερη σημασία του, αυτός καλεί τον ακροατή να τραγουδήσει το
τραγούδι. Είναι ο στίχος που χαράσσεται στη μνήμη, αυτό που ευκολώτερα
μπορείς να συγκρατήσεις, η μουσική κουβαλάει τον στίχο, είναι σαν το
όχημα που θα τον ταξιδέψει και θα τον φέρει κοντά στον ακροατή.
Οι
στίχοι του Φίλιππου Γράψα είναι λιτοί και συμπυκνωμένοι, τη γραφή του
τη χαρακτηρίζει οικονομία στην έκφραση, που δεν υπαγορεύεται όπως
πιθανόν θα αντικρούσετε από την ομοιοκαταληξία, αλλά από μια εσωτερική
ανάγκη υποθέτω να αφήσει έξω το περιττό και να επικεντρωθεί στο λίγο, το
απλό και ουσιαστικό.
Του βάζεις δύσκολα του κόσμου αυτού, του άμυαλου,
και ξενυχτάς με το ζεϊμπέκικο του αρχάγγελου.
Γελάς με γέλιο δυνατό κι όποιος αντέξει,
μετά ζητάς σιωπή που δε σηκώνει λέξη.
Μοναχική και σπάνια,
γυρνάς μες στα Βαλκάνια,
ανέμους να θερίσεις.
Σαν Παναγιά σ’έναν τεκέ
Ψάχνεις του κόσμου το λεκέ
Για να τον καθαρίσεις.
Μελαχρινούς θεούς τις νύχτες ονειρεύεσαι
και μ’όποιον ήλιο σεργιανάς τον ερωτεύεσαι.
Οκτώ μποφόρ κι οι δράκοι βγήκανε στο κύμα,
παίρνεις μελάνι και χαρτί και γράφεις ποίημα.
Ο
Φίλιππος ζωγραφίζει με τους στίχους του, ζωγραφίζει παραμύθια,
συλλαμβάνει εικόνες της καθημερινότητας, μικρές οικείες εικόνες που τις
μετουσιώνει σε ιστορίες, αφού τις στολίσει με θρύλο, με λaϊκή παράδοση,
με μυθολογία, με τα στοιχεία της φύσης, ολάκερο το σύμπαν συμμετέχει με
μυστηριακές σιγές, με σταματημένες ανάσες, με βροχή, κρύο, ήλιο, αέρα,
με ουρανό, χώμα, θάλασσα, αστέρια.
Τα
ποιήματα του δεν καταφεύγουν σε δραματικές εντάσεις, είναι
συγκρατημένα, χωρίς κρεσέντο, κρύβουν όμως μια καλυμμένη απόγνωση και
απελπισία, πόνο για διαψεύσεις και απώλειες και ατέρμονες αναμονές και
για συγκρούσεις χωρίς κατάληξη.
Πώς με βρίσκεις κάτι βράδια που σε θέλω
και μαζί σου ξημερώνω κι ανατέλλω.
Πώς της νύχτας τη φωνή την κάνεις χάδι
στου σπιτιού μου το τετράγωνο σκοτάδι.
Κι οι μικρές αναπνοές σου
πυρκαγιές στο πρόσωπό μου,
το λαχάνιασμα του κόσμου στο κορμί σου.
Τα μαλλιά σου τυλιγμένα
στη γροθιά μου, στον καρπό μου.
Έτσι θέλω να πεθαίνω, παραβγαίνοντας μαζί σου.
Πώς ανάβεις τους καημούς στον αναπτήρα
κι ανατρέπεις την απόφαση που πήρα.
Πώς κυλάς από τα όρια του κόσμου
σαν σκια, σαν μαχαιριά, σαν άνθρωπός μου.
Βασικό
πρόσωπο στα ποιήματά του η γυναίκα, και κυριαρχικό συναίσθημα ο
έρωτας. Ενας έρωτας που πληγώνει, προδίδει, διαψεύδει, παραπαίει,
σπανίως δικαιώνεται, αιχμαλωτίζει σώμα ψυχή και πνεύμα, εξουσιάζει,
ισοπεδώνει. Και μια γυναίκα που γίνεται Eκάβη
Μαγδαληνή Ελένη Αρετή Φροσύνη Πηνελόπη, ονόματα σημαδιακά, σ’ένα ποίημα
όλα, το φάσμα της γυναικείας φύσης, η πολυπρισματική προσωπικότητα της
γυναίκας.
Οι
στίχοι του, όλοι βιωματικοί, περιέχουν αφήγηση, κάθε ποίημα και μια
ιστορία που υποφώσκει ανάμεσα στις αράδες και περιμένει τον ακροατή ή
τον αναγνώστη να την καταλάβει, γιατί του είναι οικεία, την έχει ζήσει
κι εκείνος, με κάποιον τρόπο την έχει ζήσει. Εχει υποφέρει σαν τον
ποιητή, είτε αυτό είναι ερωτικό πάθος, ανεκπλήρωτος πόθος, οδύνη για
απώλεια συγγενικού προσώπου, μοναξιά, απαξίωση, σπαραγμός, κοινωνική
αδικία.
Μεγάλοι
συνθέτες έντυσαν τους στίχους του Φίλιππου με τη μουσική τους, ο Μάριος
Τόκας, ο Σπανός, ο Νικολόπουλος, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, ο Σταύρος
Κουγιουμτζής και άλλοι, και σημαντικοί τραγουδιστές όπως φαίνεται και
στο βιβλίο τραγούδησαν με επιτυχία τα τραγούδια του, ο Μητροπάνος, ο
Πασχάλης Τερζής, η Μαρινέλα, ο Μπάσης, ο Μανώλης Μητσιάς, η Γλυκερία, η
Μαριώ, η Ελένη Δήμου. Και κάνει εντύπωση ότι όπως φαίνεται και από την
παράθεση των ονομάτων πρόκειται για καλλιτέχνες με διαφορετικό ύφος και
ρεπερτόριο. Αυτό κάτι δηλώνει για την ποιότητα του στιχουργικού έργου
του Φίλιππου και την μαστοριά του στίχου του.
Ο
Δημήτρης Μαρωνίτης είπε κάπου: Πρέπει να γράφουμε όπως μιλάμε και να
μιλάμε όπως γράφουμε. Ο Φίλιππος γράφει απλά και λαϊκά και όταν λέμε
λαϊκά δεν εννοούμε τη παρεξηγημένη λαϊκότητα που οδήγησε στα γνωστά
καψούρικα τραγούδια που κατέκλυσαν τη δισκογραφία μας, μιλαμε για τη
δυνατότητα ένα τραγούδι να αγγίζει το λαό, να αγγίζει χορδές βαθύτερες,
να ρέει σαν υπόγειο ρεύμα σκοτεινό, να γίνεται άκουσμα δικό μας,
προσωπικό γραμμένο για μας, να μας ταυτίζει με τον δημιουργό του, να μας
ευφραίνει, να μας ανακουφίζει και να μας ευεργετεί.
Ένα σεντούκι, το χάρισμα του Φιλίππου, γεμάτο πολύτιμα χειροτεχνήματα, στιχοτεχνήματα θα έλεγα εγώ, που μας δίνει ποίηματα όπως:
Νωρίς κι απόψε αποκοιμήθηκε ο ντουνιάς
Κι ένα φεγγάρι στα νερά της γειτονιάς
Αλλάζει σχήματα.
Γεμίζει ο κόσμος στεναγμούς
Και κουρασμένα βήματα.
Μα η νύχτα βγαίνει απ’τις γωνιές
Κι αφού μοιράσει τις ζημιές,
Μετράει ξενύχτες.
Κι ο αρχάγγελος, τ’αφεντικό,
Με βήμα πιο προσεχτικό
Αγιάζει τα νοικοκυριά
Και τους αλήτες.
Χτυπάν μεσάνυχτα στην ήσυχη βραδιά
Κι όπως αράζει των ανθρώπων η καρδιά,
Μέχρι το χάραμα
Ψάχνει για όνειρο γλυκό
Κι αστραφτερό σα μάλαμα.
OΦίλιππος Γράψας το 1992 έγραψε ένα ποίημα που θα τελειώσω μ’αυτό και που μετά από είκοσι χρόνια είναι πιο επίκαιρο από ποτέ:
Δεύτερο μέρος: Συνέντευξη με το Corfu Channel στο Ξενοδοχείο Cavalieri
Ανοιξη,
ανθισμένο το νησί τις δύο πρώτες μέρες και μετά καταρρακτώδης βροχή. Συννεφιά
στα Γιάννενα, όμως ταιριάζει στην πόλη,
την κάνει ακόμα πιο ρομαντική. Υπέροχη η φιλοξενία και στα δύο μέρη. Ευχαριστώ
τις κυρίες του Σοροπτιμιστικού Ομιλου Κέρκυρας και τη φίλη μου, τη Χριστίνα τη
Χαϊδογλου, τη Βάσω τη Φαρμάκη και την Αννα τη Δαφνή για την υπέροχη τηλεοπτική
εκπομπή. Θερμές ευχαριστίες και στο βιβλιοπωλείο Απόστροφος.
Στα
Γιάννενα συνάντησα τους φίλους μου, την Ελένη και το Νίκο Πρόκο, του
βιβλιοπωλείου Ελευθερουδάκης. Με αγκάλιασαν με την αγάπη τους. Οπως πάντα.
Συμμετείχαν στην παρουσίαση η Νίκη η Αγνάντη, η Αννα η Μπατιστάτου και η Αννα η
Δερέκα. Τους είμαι ευγνώμων
Στις
19 Μαρτίου έγινε η παρουσίαση του βιβλίου μου «Η ανάσα στο σβέρκο» στη Βέροια,
στη Δημόσια Βιβλιοθήκη με ομιλητές τη Δήμαρχο Χαρίκλεια Ουσουλτζόγλου, την
εικαστικό Φωτεινή Χαμιδιελή και τον εκδότη-δημοσιογράφο Δημήτρη Καρασάββα και
με τη συμμετοχή του βιβλιοπωλείου Ηλιοτρόπιο της Τασούλας Χριστοδούλου.