Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

H κορυφή και ο πάτος


Δημοσιεύτηκε στο Εντευκτήριο, τεύχος 94/2011
στη σειρά:Εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί. Του κορμιού τα πάθη




Η κορυφή κι ο πάτος


Η Κωστούλα, που ονομάζεται και Κωνσταντίνα, και στην πορεία της ζωής της άλλαξε το βαφτιστικό της ανάλογα με τους στόχους και τις επιδιώξεις της, υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα δημόσιο πρόσωπο. Με τον άντρα της, το Στέφανο Πανιέρη, προσέφεραν ένα πολύ μεγάλο ποσό, δωρεά στο ελληνικό δημόσιο, μαζί μ’ένα οικόπεδο εικοσιτριών στρεμμάτων στο Β., ώστε να κτιστεί ένα νοσοκομείο στην μνήμη του πεθερού της  και να καλύπτει τις ανάγκες της δυτικής Αττικής. Προηγήθηκε στα δέκα χρόνια της συμβίωσής της με τον Στέφανο η ανέγερση ενός μουσείου μοντέρνας τέχνης στη Λ. και η ίδρυση πανεπιστημίου σε ακριτικό νησί. Σε κάθε του εμφάνιση, δημόσια ή ιδιωτική, ο Στέφανος δεν παρέλειπε να τονίζει ότι η Κωνσταντίνα είχε την ιδέα του κοινωφελούς έργου και φρόντισε και για την υλοποίησή του. Σπάνια άντρας τίμησε, πρόβαλλε και παίνεσε τη γυναίκα του τόσο πολύ όσο ο Στέφανος Πανιέρης, όπως τόνισε ο γνωστός  διευθυντής ειδήσεων της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Γιώργος Παπαλαζάρου.
Η Κωστούλα λοιπόν που κάποια στιγμή ονομάστηκε Κωνσταντίνα επί το κομψότερο και λιγώτερο χωριάτικο, κατάγεται από  το χωριό Πισωδέρι της ακριτικής Σάμου. Τριανταοχτώ νοματαίους αριθμούσε το χωριό τότε και παραμένει ερημωμένο ακόμα και σήμερα. Ξεχασμένο απ’το Θεό, χωμένο σε μια βαθειά χαράδρα, στις πλαγιές του Κέρκη, κατά μήκος ενός μικρού ποταμού που φιδογυρίζει και φουσκώνει απειλητικά το χειμώνα, με λιγοστή κτηνοτροφία, καμιά πενηνταριά κατσίκια όλα κι όλα, κάτι μικροχωραφάκια, λίγη ξυλεία, όμως βότανα, πολλά βότανα, χόρτα και μυρωδικά. Η φύση έχει εφοδιάσει την περιοχή μ’όλα τα καλά του Θεού, θυμάρι και μαντζουράνα και μελισσόχορτο και ιεροβότανο και λουίζα, κι άλλα, άλλα πολλά, χρόνο να΄χεις να μαζεύεις.
Εκείνα τα χρόνια ζούσαν εκεί  τέσσερεις γυναίκες, που τις φώναζαν οι βοτανούδες, που είχαν κληρονομήσει από τη γιαγιά τους και την προγιαγιά τους τη γνώση και ξέραν και τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες.Τρείς απ’αυτές ήταν γριές, η τέταρτη ήταν η κόρη της μιας, γύρω στα σαρανταπέντε, παντρεμένη αλλά άκληρη. Ούτε οι άλλες είχαν απογόνους και κλαίγαν τη μοίρα τους, σε ποιον θα μάθουν όλα αυτά που ήξεραν. Τρείς ξεδοντιάρες γριές και μια μισότριβη κρατούσαν την οικονομία του χωριού στα χέρια τους. Ακουμπώντας στα ροζιασμένα μπαστούνια τους ανεβοκατέβαιναν τα μονοπάτια, χώνονταν μέχρι τον λαιμό στα αγκαθωτά βάτα, σπιθαμή προς σπιθαμή όργωναν το φαράγγι και απ’το αετίσιο μάτι τους δεν ξέφευγε τίποτε. Και υπήρχε και μια απόλυτη ομοφωνία μεταξύ τους. Καμιά δεν αμφισβητούσε το κύρος και την αυθεντία της αλληνής. Μαζεύονταν κάθε απομεσήμερο ή βραδάκι ανάλογα με την εποχή και με το βότανο στο σπίτι αυτηνής που είχε την κόρη και βγάζαν απ’τις πολλές τσέπες που είχαν στις φουστάνες τους την καθημερινή τους πραμάτεια και την άπλωναν στο μεγάλο τραπέζι. Επιδέξια τα παραμορφωμένα δάχτυλά τους ψαχούλευαν τα φυλλαράκια, τα κλωνιά και τους ανθούς, κάποια τα έβραζαν, κάποια τα κοπανούσαν στο παλιό χαβάνι ή στο γουδί, άλλα τα ξέραιναν, τα βάζαν σε φακελάκια από  τσιγαρόχαρτο που τους το’φερνε ο Πανάγος ο αγωγιάτης απ’το Βαθύ και με ευλάβεια τα τοποθετούσαν σε χαρτονένια κουτιά. Κάθε Δευτέρα τέσσερα γαϊδουράκια ανέβαιναν τη ρεματιά και βγαίναν στη δημοσιά. Το ένα κατευθυνόταν στο κοντινό κεφαλοχώρι, το άλλο πήγαινε στο Βαθύ, το τρίτο έπαιρνε σβάρνα τα χωριά και το τέταρτο κατευθυνόταν στο λιμάνι και ξεφόρτωνε στο πλοίο για την Αθήνα. Τα βότανα μοσχοπουλιόνταν, κι οι βοτανούδες, κι όσοι με κάποιο τρόπο σχετίζονταν με τη δουλειά, την έβγαζαν καλά. Οι άλλοι όμως υπέφεραν.
Το ‘56 άρχισε το μεγάλο κύμα μετανάστευσης στη Γερμανία, κι απ’το χωριό φύγαν έντεκα άντρες, όλοι σόι μεταξύ τους. Ανάμεσα τους κι ο πατέρας της Κωστούλας, ο Παντελής. Αφησε πίσω του τη γυναίκα του, την Κατίνα, τέσσερα μικρά κορίτσια κι ένα μωρό στην κοιλιά της μάνας του. Τρία χρόνια έκανε να ξανάρθει. Τους έστελνε λεφτά, τους έγραφε και γράμματα, κι όταν ξαναγύρισε,  αντίκρυσε την πέμπτη κόρη του, την Κωστούλα που ήταν ήδη τριών και κάτι. Κι όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, ξαναγκάστρωσε την Κατίνα  και ξανάφυγε. Μόνο που αυτήν την φορά η Κατινιώ δεν άντεξε την έκτη γέννα κι έπαθε εκλαμψία. Το παιδί, το έκτο, κορίτσι κι αυτό, επέζησε ενάντια σ’όλες τις προβλέψεις της μιας βοτανούς που εκτελούσε στο χωριό και χρέη μαμής.
Ετσι ο Παντελής αναγκάστηκε ν’αφήσει τη φάμπρικα στη Γερμανία, την ξανθειά Ιλζε, που τον βόλευε τις κρύες γερμανικές νύχτες, να αγοράσει με τις οικονομίες του μια Μερσεντές για να την κάνει ταξί, και να εγκατασταθεί στο Βαθύ για να’ναι κοντά στο χωριό και να’χει, υποτίθεται, και τη φροντίδα των κοριτσιών. Μεγάλου του βάρους, ασήκουτου, τι να κάνω, μόνους μ’ έξη τσούπρες, παραπονιόταν τα βράδια στο καφενείο, όταν πήγαινε τις Κυριακές στο χωριό. Τα κορίτσια, δεκαπέντε η μεγαλύτερη, μηνών το μωρό, μοιράστηκαν σε συγγενείς, την Κωστούλα την ανέλαβε η άκληρη βοτανού.
Τι ήταν αυτό που έκανε την Κωστούλα, όλες τις Κωστούλες αυτού του κόσμου,  να διαφέρει  απ’τις αδελφές της, να ξεχωρίσει από το περιβάλλον της και να τραβήξει μπροστά ακάθεκτη, παραμερίζοντας με λιγώτερο θεμιτούς και περισσότερο αθέμιτους τρόπους ό,τι εμπόδια της παρουσιάστηκαν στην πορεία της τρικυμισμένης ζωής της; Πώς κατάφερε να πάρει τουλάχιστον στην αρχή τη μοίρα  στα χέρια της και να την υποτάξει; Τι δύναμη υπαγόρευε τις πράξεις της και τη βοήθησε να ευοδώνονται ένας-ένας οι στόχοι που έθετε στον εαυτό της; Τι χρειάστηκε να πουλήσει; Πώς επιβίωσε μ’όλα αυτά που αναγκάστηκε να ξεπουλήσει; Κανείς δεν ξέρει. Αν ήξερε κάποιος, αν μπορούσε να σταθμίσει τα αστάθμητα, θα’βγαζε και ριτσέτες και θα τις πουλούσε για χρυσάφι στους αδίστακτους.
Η βοτανού κι ο άντρας της φέρθηκαν καλά στην Κωστούλα. Την πήραν στα έξη της. Απ’την πρώτη στιγμή  ήθελε να πάει με τον μπαμπά της στο Βαθύ. Ρωτούσε συνεχώς γι αυτόν, απαιτούσε να ‘ρθει να την πάρει. Αυτός, όταν πήγαινεε στο χωριό, την άραζε στο καφενείο, με την Μερσεντές παρκαρισμένη κολλητά στα τραπεζάκια, με το γυαλιστερό αλπακά κουστούμι του και την επίχρυση τη ρολογάρα στο χέρι, δώρο της ξανθειάς Ιλζε που το κουνούσε επιδεικτικά να λάμψει και να αστράψει, να σκάσουν οι κακόβουλοι! Τ’άλλα τα κορίτσια πλησίαζαν το καφενείο και στέκονταν από απόσταση και τον κοίταζαν, η Κωστούλα όμως σκαρφάλωνε στην αγκαλιά του και τον ρώταγε συνέχεια, πότε θα την πάρει να ζήσει μαζί του. Αμα μαζέψου λιφτά, να πάρω μιγάλο απαρτεμάν, να σας χουράει όλες, της αποκρινόταν. Το διαμέρισμα το πήρε πέντε χρόνια αργότερα, μόνο που δεν υπήρχε θέση σ’αυτό για τα κορίτσια παρά μόνο για την καινούργια του γυναίκα, την ξανθόψειρα την  Ιλζε, τα δυό παιδιά της απ’τον πρώτο της γάμο και το τρίτο το δικό του που ήταν καθ’οδόν. Λύσσαξε η Κωστούλα. Γκρεμίστηκε  ο κόσμος της κι ένιωσε προδομένη. Της ερχόταν να πνίξει τα δυο κοντόχοντρα παιδιά της άλλης που αυτάρεσκα πλαισίωναν τη μάνα τους στο γάμο. Αυτή κι οι αδελφές της στέκονταν παράμερα, φτωχοντυμένες, ανεπιθύμητες, οι δύο, υπηρέτριες στην Αθηνα, οι άλλες, παρακόρες στο χωριό, το μικρό σε μια ξαδέλφη.  Οταν ήρθε η σειρά της να χαιρετήσει, η Κωστούλα δεν κοίταξε τον μπαμπά της στα μάτια. Φοβόταν να μην φανεί το αβυσσαλέο μίσος που ένιωθε για την προδοσία του. Και το ίδιο βράδυ, όταν γύρισε στο χωριό, συναντήθηκε μ’ένα παιδί που την κολλούσε, έναν δεκαεξάρη, πήραν τις ρεματιές, χουφτώθηκαν κι αλληλοξεπαρθενευτηκαν. Οχι οτι ευχαριστήθηκε την πράξη αυτή καθαυτή, αλλά ένιωσε ωραία, ιδιαίτερα, όταν ο νεαρός σπαρταρούσε από πάνω της. Ξαφνικά είχε αυτή τη δύναμη στα χέρια της, δες τουν πώς ξεφυσάει ου ζαβός, έτσι να καταλάβεις, έτσι που μι’θελες γάμους, την πέθανεις τη μάνα μ’, γουμάρι ε γουμάρι, να τώρα κι ‘γω!, να, να, να!
 Μετά απ’αυτό άρχισε να πειραματίζεται με το σώμα της.
Ζήτησε απ΄τον μπαμπά της να την πάρει στο Βαθύ, να προσέχου τα παιδιά, μαρ πατέρα, η Γερμανιά πώς θα τα καταφέρει; δεν ξέρει και τη γλώσσα, δέχεται  αυτός, χαζός ήταν; Τζάμπα υπηρέτρια  στα Γερμανάκια και στην Ιλζε που είναι σα βαρέλι, ετοιμόγεννη και δυσαρεστημένη με Ελλάδα κι Ελληνες, Feuer und Flamme, ήταν ο Παντελής στη Γερμανία, εδώ nichts, gar nichts, εκμυστηρεύεται σε καναδυό άλλες ναυαγισμένες απ’το Βορρά που ακολούθησαν τη φωνή της καρδιάς τους και τους έμεινε μόνο η φωνή. Ο Παντελής βλέπεις καινούργια χούγια, καφενείο, μεθύσια τσιλιμπουρδίσματα, τεμπελιά, η Μερσεντές έχει αγκυροβολήσει έξω απ’το ουζάδικο, και γεμάτος δυσφορία σηκώνεται όταν τον φωνάξουν για κανενα αγώγι.
Ετσι η Ιλζε προσκολλάται στην Κωστούλα, δεν έχει και κανένα άλλο, μαθαίνει τα Γερμανικά η Κωστούλα, σκοτώνεται βέβαια στην κούραση, μετά το σχολείο ζώνεται την ποδιά και ξεσκατίζει το μωρό που’χει γεννηθεί, κορίτσι κι  αυτό προς μεγάλη απελπισία του Παντελή, καθαρίζει, μαγειρεύει, βγάζει τα κωλόπαιδα στο πάρκο, και αργά, πολύ αργά το βράδυ καταπιάνεται και με τα μαθήματά της.
Δεν τα πάει καλά στο σχολείο, αποκοιμιέται την ώρα της διδασκαλίας στο μάθημα, τη φωνάζει ο Γυμνασιάρχης και της κάνει παρατηρήσεις, θα χάσεις τη χρονιά σου, παιδί μου, πατάει τα κλάματα η Κωστούλα και πέφτει με λυγμούς στην αγκαλιά του, τρίβεται εκεί που πρέπει να τριφτεί και παίρνει το απολυτήριο με καλό βαθμό και ο  Γυμνασιάρχης μεσολαβεί στο Νομάρχη για μια θεσούλα δαχτυλογράφου, χωρίς η Κωστούλα να έχει δει γραφομηχανή στη ζωή της.
Δεν κρατάει όμως πολύ η θητεία της στη Νομαρχία. Κακήν κακώς φεύγει από τη Σάμο, μεγάλο  το σκάνδαλο που ξέσπασε,  κάποια πήρε την κυρία Νομάρχου τηλέφωνο, ανώνυμα φυσικά, να την ενημερώσει για τα όργια του αντρός της, κι αυτός βέβαια έκανε ότι μπορούσε να  φυγαδεύσει το κορίτσι από το νησί, όχι χωρίς να της δώσει συστατική επιστολή στον Υπουργό, να βοηθήσουμε τα παιδιά από την περιφέρεια, «...αμέμπτου ήθους η περί ης λόγος, εξαιρέτου οικογενείας, προσκείμενης εις την παράταξίν μας  πάππου προς πάππου...»
Ο γραμματέας του υπουργού εκτιμά την προσφορά της οικογένειας πάππου προς πάππου και αναλάμβάνει να σπιτώσει, να ταίσει και να ποτίσει την καϋμένη την κοπέλα από την περιφέρεια και επειδή η φιλανθρωπία είναι μεταδοτική προσφέρονται κι άλλοι, όλοι τους υψηλόβαθμα στελέχη, να φροντίσουν την φτωχή επαρχιωτοπούλα. Αν ο ίδιος ο υπουργός προσφέρθηκε να βάλει κι αυτός ένα χεράκι δεν είναι βέβαιο, κι αν το’κανε, σεμνός και διακριτικός καθώς είναι, δεν το πήρε κανένας χαμπάρι.
Ετσι λοιπόν πέντε χρόνια μετά την εγκαστάστασή της στην πρωτεύουσα η Κωστούλα μένει σ’ένα χαριτωμένο διαμέρισμα, εργάζεται τα απογεύματα στα γραφεία του κόμματος και τελειώνει τη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών.
Είναι ευτυχισμένη; Ποιος μπορεί να πει; Εχει δρόμο ακόμα μπροστά της. Κι όταν ο μπαμπάς της έρχεται να τη δει να της ζητήσει ρουσφέτι να μεσολαβήσει για μια άδεια, για την Ιλζε δηλαδή, ν’ανοίξει μαγαζί με σουβενίρ, μήπως και ορθοποδήσουν, αυτός έτσι κι αλλιώς είναι καμένο χαρτί, η Κωστούλα που έχει  γίνει πια Κωνσταντίνα αρνείται να τον βάλει μέσα, ούτες για ένα πουτήρι νερό, βρε Κουστούλα μ’, τόσον δρόμου ήρθα! Τη δουλειά του τού την κάνει και του στέλνει το χαρτί που χρειάζεται, πιο πολύ για να του δείξει ποιος έχει το πάνω χέρι.
Πάντρεύεται δύο φορές, άντρες με μεγάλη προσωπική περιουσία και ακόμα μεγαλύτερη ηλικία, ο πρώτος πεθαίνει από έμφραγμα, το δεύτερο τον χωρίζει. Στα τριανταδύο της παντρεύεται για τρίτη φορά, το Στέφανο Πανιέρη, γόνο παλιάς αθηναϊκής οικογένειας, νέο όμορφο και πολυ πλούσιο και προπαντώς τρελά ερωτευμένο μαζί της. Γίνονται το ζευγάρι της χρονιάς, η Κωστούλα από το Πισωδέρι έχει επιτέλους αυτά που επιθυμεί η ψυχή της, χρήματα, κοινωνική καταξίωση, εξουσία κι όλα τα αγαθά ή πονηρά αν θελετε που συμπορεύονται με τα προηγούμενα: ωραίο σπίτι, βίλα στην Κηφισιά, ρούχα από τους μεγαλύτερους οίκους μόδας του εξωτερικού, κοσμήματα, ταξίδια, στο σπίτι της μπαινοβγαίνουν τα μεγαλύτερα ονόματα της πολιτικής και της ανώτατης κοινωνίας των Αθηνών, συχνά έρχονται προσκλήσεις απ’το Παλάτι, στις οποίες το ζεύγος ανταποκρίνεται ανάλογα με τη διάθεσή του, τι άλλο να επιθυμήσει η ψυχή ενός ανθρώπου; Το χωριό, οι βοτανούδες, η Ιλζε και τα σκατόπαιδα έχουν ξεχαστεί, ο πατέρας έχει καταχωνιαστεί σε σκοτεινό κατώι κι έχει σφραγιστεί η καταπακτή.
Μόνο που.
Στα τριακοστά ένατα  γενέθλιά της, Μάιος μήνας, το βράδυ έχει προγραμματιστεί πάρτυ στους κήπους της έπαυλης, η Κωστούλα-Κωνσταντίνα σηκώνεται το πρωί μ’ένα βουητό στο κεφάλι, δεν είναι ώρα για κρυολογήματα, σκέφτεται, και παίρνει μια ασπιρίνη. Μέχρι το μεσημέρι ο πονοκέφαλος συνεχίζεται κι έχει δυναμώσει, παίρνει δεύτερο και μέχρι το βράδυ και τρίτο χάπι. Συνέρχεται κάπως, την ώρα όμως που χτενίζεται μπροστά στην τουαλέτα της φορώντας ένα μοντέλο Ντιορ που το γόρασε στην τελευταία κολέξιόν στο Παρίσι, ανακαλύπτει ένα μικρό κόκκινο σημαδάκι στη βάση του λαιμού. Αναφυλαξία, μόνο αυτό μου έλειπε! Φοράει ένα κολιέ που αγκαλιάζει το λαιμό για να το κρύψει, νιώθει όμως ένα ανεπαίσθητο κάψιμο σ’έκείνο το  σημείο. Την άλλη μέρα σηκώνεται αργά και το πρώτο πράγμα που αισθάνεται είναι πάλι  κάψιμο σ’ενα άλλο μέρος του λαιμού, στο πλάι, κάτω απ’τ’αυτί. Είναι Κυριακή και δε θέλει να ψάξει για γιατρό ούτε βέβαια να καταφύγει στα εφημερεύοντα.
Μέχρι τη Δευτέρα το πρωί τα σημάδια γύρω απ’το λαιμό της έχουν πολλαπλάσιαστεί, είναι σαν περιδέραιο με κόκκινες πέρλες και το κάψιμο είναι σα μια μεγγένη που περικλείει το λαιμό της, δεν την πνίγει, όχι, είναι όμως εκεί και σε λίγο νιώθει ότι την εμποδίζει  στις κινήσεις του κεφαλιού της.
Από  την άλλη ημέρα αρχίζει τις επισκέψεις στους δερματολόγους, στους κορυφαίους πρώτα, κι αργότερα όσο η απέλπισία της περισσεύει, και σε δευτεροκλασάτους, μόνο που σε κάθε καινούργιο που πηγαίνει έχει και κάτι περισσότερο να του πει γιατί όλο και περισσότερες κόκκινες βούλες εμφανίζονται στο κορμί της. Της κάνουν όλες τις αναλύσεις, τις δίνουν όλα τα φάρμακα, κάνουν τις πιο τρελές εικασίες, συμβούλια ιατρικά, έρχονται να τη δουν ξένοι γιατροί, ένας Γερμανός, ένας Ελβετός κι ένας Σουηδός ομοιοπαθητικός – στην Ελλάδα η ομοιπαθητική δε έχει διαδοθεί ακόμα – οι δυο πρώτοι σηκώνουν τα χέρια, ο τρίτος μιλάει για ψυχική διαταραχή, για εσωτερικές δυνάμεις που την διαβρώνουν από μέσα και επικεντρώνεται πιο πολύ στην αίσθηση του καψίματος.
Ο Στέφανος τής συμπαραστέκεται, πάει μαζί της στην Αμερική, στο Νοσοκομείο του Χιούστον, μένει είκοσι μέρες μέσα η Κωστούλα, μαζεύονται από πάνω της τα μεγαλύτερα κεφάλια του κλάδου, τίποτε, κανένας δεν μπορεί να ονοματίσει το είδος του εξανθήματος και άπρακτο γυρίζει το αντρόγυνο πίσω.
Σιγά-σιγά αλλά σταθερά το κάψιμο αυξάνεται, όσο πυκνώνουν οι βούλες, η Κωστούλα έχει αφήσει τον εαυτό της, δεν τρώει, έχει μείνει μισή, κάποια χαρακτηριστικά απ’την παλιά της ομορφιά αντιστέκονται και δε φεύγουν, το πρόσωπο της ακόμα έχει παραμείνει ανέπαφο, κατά τα άλλα όμως νιώθει παγιδευμένη σ’ένα σώμα που μοιάζει να μην της ανήκει, που κάνει του κεφαλιού του, για δεύτερη φορά στη ζωή της δεν έχει τον έλεγχο, ούτε στο Στέφανο έχει πια την ίδια επιρροή, με αποστρέφεσαι, με απεχθάνεσαι, με απορρίπτεις, το ξέρω, δεν το΄χω καταλάβει, νομίζεις; Πρώτη φορά του ουρλιάζει, πού είναι ο έλεγχός της; Σιωπηλά βλέμματα ο Στέφανος  που την πληγώνουν.
Για πρώτη φορά στη ζωή της φοβάται, ιδρώνουν από φόβο το σώμα της και  η ψυχή της. Το σώμα που δεν το ξεγυμνώνει πια μπροστά του και η ψυχή της που έτσι κι αλλιώς δεν είχε ξεγυμνωθεί ποτέ. Σε κανέναν. Μαστόρισσα  η Κωστούλα, τα διαφέντευε όλα και σήκωνε τα ρολλά όσο αυτή ήθελε, ο έλεγχος, αφέντης, κριτής και τιμωρός, αυτός κρατούσε τα κομμάτια κολλημένα. Και τώρα τι και τώρα πώς;
Αρχίζει και πηγαίνει στις χαρτορίχτρες, στις καφετζούδες και στις μάντισσες, της τρώνε λεφτά και τη γεμίζουν υποσχέσεις. Το κάψιμο έχει ξαπλωθεί σ’όλο το σώμα της πυρκαγιά, δεν ανακουφίζεται πια με τίποτα, ούτε με μπάνια ούτε με αλοιφές ούτε με ταλκ, φλογίζεται ολόκληρη, αναγκάζεται όμως να φοράει κάλτσες και γάντια και κλειστά ρούχα για να μην παίρνουν χαμπάρι τι της συμβαίνει. Δε βγαίνει σχεδόν καθόλου έξω κι όταν το κάνει, πάντα με το αυτοκίνητο και με το σωφέρ.
Μια μαγείρισσα απ’το σπίτι τής λέει για μια μάγισσα στα Τουρκοβούνια, θάματα κάνει, κυρία, θάματα, βάζει τα χέρια της επάνω σου και γίνεσαι καλά, ακούτε που σας λέω, θάματα!
Μικρό σπιτάκι καθαρούτσικο με γεράνια, τριανταφυλλιές και γάτες στην αυλή, πέρνα, κορίτσι μου, βγαλ’τα γάντια,  το μαντίλι, τις κάλτσες, να σε κοιτάξω, γρια η μάγισσα, άσχημη, καμπουρίτσα, βλέμμα όμως ξύπνιο και κοφτερό λεπίδα. Πέντε-δέκα λεπτά δεν μιλάει καμιά τους. η Κωστούλα στέκεται μισόγυμνη μπροστά της, σκιαγμένη, και τα δάκρυα κατρακυλάνε στα μάγουλά της, πόσα χρόνια είχε να κλάψει; Από πού ξεχειλίζουν, πού ήταν αυτό το ποτήρι που γέμισε και δε χωράει άλλο;
«Τι φαρμάκι πότισες, κορίτσι μου, το μέσα σου κι έφτασες εδώ που έφτασες; Τι σε πιλάτεψε και το΄κανες αυτό στον εαυτό σου; Μυαλό απροσκύνητο, κοίταξες να φτειάξεις εσύ τη μοίρα σου! Πήγαινε από κει που ξεκίνησες, πήγαινε με το κεφάλι χαμηλά, εσύ ξέρεις από βότανα, βρες αυτό που θα σε κάνει καλά. Εκεί είναι, εκεί! Μίλα με το Θεό! Κι αυτός εκεί. Φύγε τώρα! Λεφτά δε θέλω!»
Κανένας δεν πήρε είδηση ότι η Κωστούλα έφυγε απ’το σπίτι της, δεν πήρε τίποτε μαζί της, στην αρχή είπαν, μήπως έδωσε τέλος στη ζωή της, ψάχναν κι ο Στέφανος και η αστυνομία, μετά από δέκα μέρες τηλεφώνησε στον άντρα της και του είπε να μην την γυρέψει να τη βρει και ότι κάποια στιγμή θα πράξει τα δέοντα για να τερματίσει το γάμο τους. Δεν τον άφησε να μιλήσει, του’κλεισε το τηλέφωνο. Ο Στέφανος δεν έψαξε να τη βρεί.
Καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα πιο πέρα από το Πισωδέρι της ακριτικής Σάμου υπάρχει μια μεγάλη παραλία με λευκή άμμο, Την κυκλώνουν ψηλά βράχια με νεροφαγιές. Εκεί κατεβαίνει η Κωστούλα και κάθεται με τις ώρες μπροστά στα μυστήρια που ρυτιδώνουν τη θάλασσα, αποτραβιέται μέσα της, ξεφλουδίζει τα περασμένα και καυγαδίζει με το  Θεό.
Κοινωνεί την αμόλυντη ομορφιά που την περιτριγυρίζει και κοιτάζει να ξηλώσει το κουβάρι της και να πλέξει μια καινούργια ζωή.
 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου