Νόρα
Πυλόρωφ-Προκοπίου
Xριστουγεννιάτικο διήγημα
Δημοσιεύτηκε
στη Ραδιοτηλεόραση, Τεύχος 2236
21-27/12/2012
12+1
Ιστορίες για το 2013
Τέταρτος όροφος
Κάθε
μέρα που περνούσε δυσκολευόταν πιο πολύ να ανέβει τα τέσσερα πατώματα μέχρι το
διαμέρισμα της πεθεράς του. Παλιότερα δε νοιαζόταν, έβλεπε τις επισκέψεις σαν
αναγκαίο κακό, μια στις τόσες, να μάθουν τα παιδιά να σέβονται τους
ηλικιωμένους. Θα πάμε στον τέταρτο, ωχ πάλι, ήρθε η μέρα, μιλούσε συνθηματικά
με τη γυναίκα του, για να μην καταλαβαίνουν τα μικρά. Και όλο με το σεις και με
το σας στη γρια, δεν την χώνευε, δεν τον χώνευε, αλλά συμβίωναν, γιατί δεν
είχαν άλλη επιλογή. Τον θεωρούσε παρακατιανό, τη θεωρούσε κακίστρω, καβαλημένη,
κόρη στρατηγού βλέπεις, ξεπεσμένη βέβαια, ξεκοκκάλισε στο χαρτί όλη την
περιουσία του μπαμπά της, μηδαμινή η προίκα που’δωσε στην κόρη της σε σχέση
μ’αυτά που έφαγε. Δεν τον πείραζε, αγαπούσε τη γυναίκα του, μαζί φτειάξαν τη μεζονέτα
στην Πυλαία, δίπλα του πάντα, αντράκι, δουλευταρού.
Μόνο
που δεν έφτασε αυτό. Πρώτη απολύθηκε από τη μεταφορική που δούλευε. Αρχισαν τα
δύσκολα. Κι όταν ήρθε κι η αρρώστεια, το πούλησε το σπίτι για να τη σώσει. Και
πήγαν να μείνουν στην πεθερά, στην Aνω Πόλη, στη Ρακτιβάν δίπλα, πολυκατοικία
του ’60, πέντε πατώματα, ξένοι οι περισσότεροι απ΄τους ενοίκους, χωρίς ασανσέρ,
ξεφλουδισμένοι οι σοβάδες και η εξώπορτα σκουριασμένη και δεν κλείνει ποτέ. Και
η στρίγγλα να το παίζει κόμισσα και μέγας ευεργέτης, κάτω απ’τη γλώσσα της η
φράση, το ψωμί μου τρώτε. Ο ένας πάνω στον άλλο. Τα παιδιά κοιμούνται στο μεγάλο κρεβάτι με τη μάνα τους, κι αυτός
στο σαλόνι με τη γρια να τον ελέγχει απ΄την ανοιχτή πόρτα του δικού της
δωματίου και να τον σουβλίζει με το μοχθηρό βλέμμα του ψαριού. Για σεξ ούτε λόγος.
Λίγο
μετά τα περασμένα Χριστούγεννα μετακόμισαν, είχαν πει, προσωρινά, μήπως και
έβρισκε και δεύτερη δουλειά. Χθες του ανήγγειλαν και τη δική του απόλυση. Και
οι σκάλες ατελείωτες και τα ζεμπίλια όλο και πιο ελαφριά και τα Χριστούγεννα
φτάνουν και τα παιδιά δεν ξέρουν από κρίση και απολύσεις και από αρρώστειες,
και από βλέμματα τσιγκούνικα και χείλη σφιχτοκλειδωμένα, απορημένα ψάχνουν δεντράκι,
μπαλίτσες και φωτάκια, γράφουν τα μαθήματά τους στο μικρό καθιστικό πάνω στο
τραπέζι με το κρεμεζί τραπεζομάντηλο που είναι σαν ξεραμένο αίμα και
αναρωτιούνται αν θα πάρουν δώρο φέτος. Προσπαθούν να παίξουν όσο πιο σιωπηλά
γίνεται γιατί η Φαρισαία βλέπει το κανάλι της εκκλησίας και έχει γυρίσει την
ένταση στο διαπασών, ενοχλείται από τους
εισβολείς στη ζωή της, τον άχρηστο γαμπρό της, την άμυαλη κόρη της κι αυτά τα
δύο ανάγωγα φασαριατζίδικα παιδιά που έχει για εγγόνια.
Στη
σκάλα ο Αλβανός του λέει αν θέλει να κάνει τον Αη Βασίλη στο εμπορικό κέντρο
στη Τσιμισκή. Σκέφτεται ότι έχει τελειώσει Πανεπιστήμιο, αλλά δεν τον παίρνουν
τέτοιες σκέψεις και πηγαίνει. Αλλωστε παρηγοριέται ότι δε θα τον αναγνωρίσει
κανένας έτσι όπως θα’ναι με τα γένια και το σκούφο.
Με
την είσπραξη στην τσέπη, με δώρα για όλους και για τη γρια στρίγγλα, με ένα
κιλό μοσχάρι, μελομακάρονα και μουρταδέλα ανεβαίνει πάλι τα σκαλιά για τον
τέταρτο, αγκομαχάει, σκαλί και βαθιά ανάσα, και δε λένε να τελειώσουν τα καταραμένα,
και ο τέταρτος κάπου ψηλά ανάμεσα στα σύννεφα, ο σφάχτης στο μέρος της καρδιάς
τον διαπερνάει στο κεφαλόσκαλο του τρίτου. Μένει εκεί, σφίγγοντας στο στήθος
του τα καλούδια των Χριστουγέννων.