Γιατί
αυτό το τραγούδι έγινε επιτυχία; Και όχι μόνο στον Βορειελλαδικό χώρο
αλλά σ’ολόκληρη την επικράτεια; Ποιες λέξεις-κλειδιά αγγίξαν ποιες
χορδές; Ποιοι συνειρμοί ενεργοποιήθηκαν;
Σίγουρα
έπαιξε ρόλο η μουσική του Μάριου Τόκα, αναμφισβήτητα κούμπωσε ο στίχος
και η μελωδία με τη δωρική ρωμαλέα φωνή του Μητροπάνου, όμως εδώ είναι
κάτι παραπάνω.
Για
σκεφτείτε λιγο: Ζωγραφίστε με τη φαντασία σας τις εικόνες του
τραγουδιού. Σαλονίκη, ξημερώματα, υγρό οδόστρωμα στην παραλιακή, τα
φανάρια κουκουλωμένα στην ομίχλη, απόκοσμα μακρινά, η θάλασσα αναπνέει,
σίγουρα αφανής, αλλά εκεί λίγο πιο πέρα, ψάχνει στους άδειους δρόμους
του νυχτερινού τοπίου ο ποιητής, το σκοτάδι δεν έχει αραιώσει ακόμα,
όμως τα χρώματα της αυγής που έρχεται δε θα ζωγραφίζουν το βλέμμα της
αγαπημένης του, γιατί είναι απούσα, κι ούτε το βιολί του ποιητή μπορεί
να την υμνήσει, γιατί του λείπει το δοξάρι, του λείπει το όνειρο, λείπει
η ίδια, και ο Βαρδάρης παραμονεύει έτοιμος να σβήσει όλες τις
υποσχέσεις που δόθηκαν.
Ένα ερωτικό ποίημα, ναι, ντυμένο όμως με πλουμίδια, λέξεις επιλεγμένες, αγκυροβολημένες σε ιστορία και πολιτιστική παράδοση, ποίημα ντυμένο και στολισμένο με αυτοκρατορικούς μανδύες, με αρχαίες χλαμύδες, με κάστρα, με Κωνσταντινούπολη, με κρασί αγιονορείτικο, με σοκάκι σαλονικιώτικο, με το Δωδεκάθεο του Ολύμπου, όμως και με ντέρτι, με σεκλέτι, με στεναγμό και μετερίζι. Με τη φαρέτρα του ποιητή που είναι άδεια, με το βιολί που δεν έχει δοξάρι, που βουβαίνεται. Και με την αγάπη που φεύγει και αφήνει πίσω της το κρύο και με τη μέρα που μόνη ξυπνά, μόνη κοιμάται, η πραγματικότητα επανέρχεται λοιπόν, γοργή σκληρή σύγχρονη, με μηχανάκι και κομπιούτερ, όμως κάπου ακούγεται ακόμα η φλογέρα. Η γλύκα της αναιρεί τη σκληρότητα της αμείλικτης ματαίωσης, της ασχήμιας της καθημερινότητας.
Το Φίλιππο Γράψα δεν τον γνωρίζω καλά, έκανα τη γνωριμία του στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου του, όταν μου τον σύστησε η κόρη μου που είναι γραφίστρια στο Δημιουργικό του Ιανού και επιμελήθηκε το βιβλίο του. Συνάντησα έναν άντρα με μια ευγενική ήπια φυσιογνωμία και όταν τον άκουσα να μιλάει στη βιβλιοπαρουσίαση επαληθεύτηκε η πρώτη εντύπωσή μου, άνθρωπος χαμηλών τόνων, σεμνός, χωρίς κομπασμούς αλλά και χωρίς ψεύτικες μετριοφροσύνες.
Το
βιβλίο που εκδόθηκε στη σειρά Ιανός ο Μελωδός, καλαίσθητο, με υψηλή
ποιότητα υλικών, συμπεριλαμβάνει τους καρπούς 34χρονης ποιητικής
παραγωγής, και τη συμμετοχή του στιχουργού σε σαράντα δισκογραφικές
δουλειές με ένα έως οκτώ τραγούδια στον κάθε δίσκο.
Τα
τελευταία είκοσι χρόνια μελοποιήθηκαν πολλά έργα μεγάλων ποιητών, τα
περισσότερα με ιδιαίτερη επιτυχία, πράγμα που μας δείχνει τη
σημαντικότητα του στίχου σ’ένα τραγούδι. Απόδειξη είναι ίσως τα
τραγούδια της EUROVISION με τον υποτυπώδη στίχο που ανεβαίνουν στο στερέωμα της επιτυχίας σα διάττοντες αστέρες και χάνονται μετά από μια σεζόν.
Ο
στίχος είναι πιστεύω η ραχοκοκκαλιά του τραγουδιού, αυτός του προσδίδει
την ιδιαίτερη σημασία του, αυτός καλεί τον ακροατή να τραγουδήσει το
τραγούδι. Είναι ο στίχος που χαράσσεται στη μνήμη, αυτό που ευκολώτερα
μπορείς να συγκρατήσεις, η μουσική κουβαλάει τον στίχο, είναι σαν το
όχημα που θα τον ταξιδέψει και θα τον φέρει κοντά στον ακροατή.
Οι
στίχοι του Φίλιππου Γράψα είναι λιτοί και συμπυκνωμένοι, τη γραφή του
τη χαρακτηρίζει οικονομία στην έκφραση, που δεν υπαγορεύεται όπως
πιθανόν θα αντικρούσετε από την ομοιοκαταληξία, αλλά από μια εσωτερική
ανάγκη υποθέτω να αφήσει έξω το περιττό και να επικεντρωθεί στο λίγο, το
απλό και ουσιαστικό.
Του βάζεις δύσκολα του κόσμου αυτού, του άμυαλου,
και ξενυχτάς με το ζεϊμπέκικο του αρχάγγελου.
Γελάς με γέλιο δυνατό κι όποιος αντέξει,
μετά ζητάς σιωπή που δε σηκώνει λέξη.
Μοναχική και σπάνια,
γυρνάς μες στα Βαλκάνια,
ανέμους να θερίσεις.
Σαν Παναγιά σ’έναν τεκέ
Ψάχνεις του κόσμου το λεκέ
Για να τον καθαρίσεις.
Μελαχρινούς θεούς τις νύχτες ονειρεύεσαι
και μ’όποιον ήλιο σεργιανάς τον ερωτεύεσαι.
Οκτώ μποφόρ κι οι δράκοι βγήκανε στο κύμα,
παίρνεις μελάνι και χαρτί και γράφεις ποίημα.
Ο
Φίλιππος ζωγραφίζει με τους στίχους του, ζωγραφίζει παραμύθια,
συλλαμβάνει εικόνες της καθημερινότητας, μικρές οικείες εικόνες που τις
μετουσιώνει σε ιστορίες, αφού τις στολίσει με θρύλο, με λaϊκή παράδοση,
με μυθολογία, με τα στοιχεία της φύσης, ολάκερο το σύμπαν συμμετέχει με
μυστηριακές σιγές, με σταματημένες ανάσες, με βροχή, κρύο, ήλιο, αέρα,
με ουρανό, χώμα, θάλασσα, αστέρια.
Τα
ποιήματα του δεν καταφεύγουν σε δραματικές εντάσεις, είναι
συγκρατημένα, χωρίς κρεσέντο, κρύβουν όμως μια καλυμμένη απόγνωση και
απελπισία, πόνο για διαψεύσεις και απώλειες και ατέρμονες αναμονές και
για συγκρούσεις χωρίς κατάληξη.
Πώς με βρίσκεις κάτι βράδια που σε θέλω
και μαζί σου ξημερώνω κι ανατέλλω.
Πώς της νύχτας τη φωνή την κάνεις χάδι
στου σπιτιού μου το τετράγωνο σκοτάδι.
Κι οι μικρές αναπνοές σου
πυρκαγιές στο πρόσωπό μου,
το λαχάνιασμα του κόσμου στο κορμί σου.
Τα μαλλιά σου τυλιγμένα
στη γροθιά μου, στον καρπό μου.
Έτσι θέλω να πεθαίνω, παραβγαίνοντας μαζί σου.
Πώς ανάβεις τους καημούς στον αναπτήρα
κι ανατρέπεις την απόφαση που πήρα.
Πώς κυλάς από τα όρια του κόσμου
σαν σκια, σαν μαχαιριά, σαν άνθρωπός μου.
Βασικό
πρόσωπο στα ποιήματά του η γυναίκα, και κυριαρχικό συναίσθημα ο
έρωτας. Ενας έρωτας που πληγώνει, προδίδει, διαψεύδει, παραπαίει,
σπανίως δικαιώνεται, αιχμαλωτίζει σώμα ψυχή και πνεύμα, εξουσιάζει,
ισοπεδώνει. Και μια γυναίκα που γίνεται Eκάβη
Μαγδαληνή Ελένη Αρετή Φροσύνη Πηνελόπη, ονόματα σημαδιακά, σ’ένα ποίημα
όλα, το φάσμα της γυναικείας φύσης, η πολυπρισματική προσωπικότητα της
γυναίκας.
Οι
στίχοι του, όλοι βιωματικοί, περιέχουν αφήγηση, κάθε ποίημα και μια
ιστορία που υποφώσκει ανάμεσα στις αράδες και περιμένει τον ακροατή ή
τον αναγνώστη να την καταλάβει, γιατί του είναι οικεία, την έχει ζήσει
κι εκείνος, με κάποιον τρόπο την έχει ζήσει. Εχει υποφέρει σαν τον
ποιητή, είτε αυτό είναι ερωτικό πάθος, ανεκπλήρωτος πόθος, οδύνη για
απώλεια συγγενικού προσώπου, μοναξιά, απαξίωση, σπαραγμός, κοινωνική
αδικία.
Μεγάλοι
συνθέτες έντυσαν τους στίχους του Φίλιππου με τη μουσική τους, ο Μάριος
Τόκας, ο Σπανός, ο Νικολόπουλος, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, ο Σταύρος
Κουγιουμτζής και άλλοι, και σημαντικοί τραγουδιστές όπως φαίνεται και
στο βιβλίο τραγούδησαν με επιτυχία τα τραγούδια του, ο Μητροπάνος, ο
Πασχάλης Τερζής, η Μαρινέλα, ο Μπάσης, ο Μανώλης Μητσιάς, η Γλυκερία, η
Μαριώ, η Ελένη Δήμου. Και κάνει εντύπωση ότι όπως φαίνεται και από την
παράθεση των ονομάτων πρόκειται για καλλιτέχνες με διαφορετικό ύφος και
ρεπερτόριο. Αυτό κάτι δηλώνει για την ποιότητα του στιχουργικού έργου
του Φίλιππου και την μαστοριά του στίχου του.
Ο
Δημήτρης Μαρωνίτης είπε κάπου: Πρέπει να γράφουμε όπως μιλάμε και να
μιλάμε όπως γράφουμε. Ο Φίλιππος γράφει απλά και λαϊκά και όταν λέμε
λαϊκά δεν εννοούμε τη παρεξηγημένη λαϊκότητα που οδήγησε στα γνωστά
καψούρικα τραγούδια που κατέκλυσαν τη δισκογραφία μας, μιλαμε για τη
δυνατότητα ένα τραγούδι να αγγίζει το λαό, να αγγίζει χορδές βαθύτερες,
να ρέει σαν υπόγειο ρεύμα σκοτεινό, να γίνεται άκουσμα δικό μας,
προσωπικό γραμμένο για μας, να μας ταυτίζει με τον δημιουργό του, να μας
ευφραίνει, να μας ανακουφίζει και να μας ευεργετεί.
Ένα σεντούκι, το χάρισμα του Φιλίππου, γεμάτο πολύτιμα χειροτεχνήματα, στιχοτεχνήματα θα έλεγα εγώ, που μας δίνει ποίηματα όπως:
Νωρίς κι απόψε αποκοιμήθηκε ο ντουνιάς
Κι ένα φεγγάρι στα νερά της γειτονιάς
Αλλάζει σχήματα.
Γεμίζει ο κόσμος στεναγμούς
Και κουρασμένα βήματα.
Μα η νύχτα βγαίνει απ’τις γωνιές
Κι αφού μοιράσει τις ζημιές,
Μετράει ξενύχτες.
Κι ο αρχάγγελος, τ’αφεντικό,
Με βήμα πιο προσεχτικό
Αγιάζει τα νοικοκυριά
Και τους αλήτες.
Χτυπάν μεσάνυχτα στην ήσυχη βραδιά
Κι όπως αράζει των ανθρώπων η καρδιά,
Μέχρι το χάραμα
Ψάχνει για όνειρο γλυκό
Κι αστραφτερό σα μάλαμα.
O Φίλιππος Γράψας το 1992 έγραψε ένα ποίημα που θα τελειώσω μ’αυτό και που μετά από είκοσι χρόνια είναι πιο επίκαιρο από ποτέ:
Η εθνική μας μοναξιά
Η εθνική μας μοναξιά
Εδώ που μάθανε τα μάτια μας να κλαίνε,
που συνηθίσαμε σε κάλπικούς καιρούς,
εδώ θα μείνουμε, γιατί έχουμε και λέμε
ένα φιλότιμο και λόγους σοβαρούς.
Γιατί εδώ…
εδώ είναι ο έρωτας που ξέρουμε,
εδώ και οι πίκρες που μας θέλουν και τις θέλουμε,
εδώ κι εμείς για να’χει πάντα συντροφιά
η εθνική μας μοναξιά.
Εδώ που μάθανε τα χρόνια μας να φταίνε
κι όλοι οι γειτόνοι μας ζητάνε μερτικό,
παίξε τον τζόγο σου και βρίσε τους, καημένε,
με λεξιλόγιο πολύ ελληνικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου