Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Christof Meckel



 Kείμενο δεύτερο: για τον πατέρα

Meckel, Christof, Φωτογραφίζοντας τον πατέρα μου

Ο μισάνθρωπος τσάκισε τη φύση των παιδιών του. Μόνο σα θύμα μπορούσε κανείς να ξεφύγει την καταφρόνια του. Ο πατέρας μου υπέφερε από χρόνια έλλειψη στοργής και τραύλιζε από μικρός. Ο,τι κι αν έκαμνε για να πείσει τον πατέρα του, αντιμετωπιζόταν με ψυχρή περιφρόνηση. Μια ζωή προσπαθούσε να έχει την εύνοιά του και δεν εύρισκε ανταπόκριση. Αυτός λοιπόν ο πατέρας υπήρξε ένας κύριος, άψογα ντυμένος με γκέτες, μπαστούνι και  σκύλο στο λουρί, ένας κύριος που επέβαλλε την παγερότητα και την τάξη  κι έδερνε τους γιους του στο υπόγειο. Γι αυτόν καθαρίζονταν καρύδια και ξεφλουδίζονταν δαμάσκηνα.
Το αξίωμα διαπαιδαγώγησης που εφάρμοζε για τα παιδιά του ήταν, δεν είσαι τίποτε, δεν ξέρεις τίποτε, κάνε τα μαθήματά σου. Το ίδιο αξίωμα εφάρμοσε κι ο δικός μου, όταν διάβασε τα πρώτα μου ποιήματα.
Τουρτούριζε ο πατέρας μου στη σκιά του παγερού κυρίου κι έβρισκε καταφύγιο στη λαχτάρα του για τη φύση που τον συνόδευε μια ζωή. Σ’αυτόν όφειλε την ταπεινή,  σχεδόν δουλική του προσκόλληση στην οικογένεια και στην παιδική ηλικία, τις μορφές και τους τόπους της. Σ’αυτόν  την προσήλωσή του στην πατριδα και την αθεράπευτη φοβία του για τη ζωή. Σ’αυτόν όφειλε και την έννοια των αρχών και της τιμωρίας,  την απόλυτη πίστη στην αυταρχικότητα.
Δαρμένος σύρθηκε ο πατέρας μου έξω απ’την τρύπα της παιδικής του ηλικίας.
Χωρίς να το θέλει και να το γνωρίζει, μιμούνταν σε ηπιότερη μορφή τον χαρακτήρα του δικού του πατέρα.
......................................................................................................................
Γραφικοί τύποι στο συγγενολόι, νομικοί, καθηγητές πανεπιστημίου και στρατηγοί, παράξενες προγιαγιάδες και μαύρα πρόβατα. Εξέχουσες προσωπικότητες με γραββάτα και μουστάκι, με τις ευλογίες της εκκλησίας, με σύνταξη και με τις συζύγους τους. Ενας τους μετέφερε τις πρωσσικές συνήθειες στην Ιαπωνία οργανώνοντας τα στρατεύματα του Τέννο, ένας άλλος μαστίγωνε τα παιδιά του στο τραπέζι του φαγητού. Κάποιος θείος ζωγράφιζε σκηνές από το κυνήγι στη Βαυαρία, και υπήρχε κι ένας που καταγόταν απ’τη μητέρα του Γκαίτε.
Οταν ο λογος έφτανε στον παππού μου, όλοι αυτοί δεν μετρούσαν πια. Στις οικογενειακές συζητήσεις αναφερόταν σαν τέρας, σαν ένας δεύτερος Κρόνος που είχε καταβροχθίσει τα παιδιά του, τα είχε βρει άνοστα και τα είχε φτύσει. Ενα τέτοιο φτυσμένο παιδί ήταν ο πατέρας μου.

Christoph Meckel: Γεννήθηκε το 1935 στο Βερολίνο, έζησε και σπούδασε γραφιστική στο Φράιμπουργκ. Εργάζεται σαν συγγραφέας και γραφίστας. Εχει μεγάλο συγγραφικό έργο και έχει βραβευτεί με πολλά και σημαντικά βραβεία.

Μετάφραση:Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Elfriede Jelinek



«Επειδή η οικογένεια είναι μια μάχη που έχει αρχίσει από παλιά και δεν έχει τελειώσει ακόμα»…
Επειδή δε μας έμαθε κανείς πώς να είμαστε γονείς…
Επειδή κουβαλάμε τα δικά τους λάθη, καμιά φορά τα εγκλήματα που διέπραξαν επάνω μας…
Επειδή η μόνη μας ελπίδα να επανορθώσουμε, είναι κάποια στιγμή να διαισθανθούμε τι κάναμε στραβά και με ταπεινοφροσύνη να ζητήσουμε συγνώμη απ’τα παιδιά μας…
Και επειδή το βαλς αυτό το χορεύουν δύο με το ίδιο μερτικό στο χρέος και στην ενοχή…
…δύο κείμενα για τον πατέρα και τη μητέρα… 

Κείμενο πρώτο: για τη μητέρα...

Εlfriede Jelinek, Η πιανίστρια

Η δασκάλα του πιάνου Ερικα Κόχουτ ορμάει σα σίφουνας στο διαμέρισμα που μοιράζεται με τη μητέρα της. Αρέσει στη μητέρα  να αποκαλεί την Ερικα τον  μικρό της ανεμοστρόβιλο, γιατί το παιδί κινείται μερικές φορές υπερβολικά γρήγορα. Λαχταράει να ξεφύγει απ’ τη μητέρα. Η Ερικα κοντεύει τα σαράντα. Η μητέρα θα μπορούσε άνετα όσον αφορά την ηλικία να είναι η γιαγιά της. Μετά από αρκετά χρόνια σκληρής έγγαμης ζωής ήρθε κάποια στιγμή στον κόσμο η Ερικα. Αμέσως παρέδωσε ο πατέρας τη σκυτάλη στην κόρη του και αποχώρησε. Εμφανίστηκε η κόρη, εξαφανίστηκε ο πατέρας.
Σήμερα η Ερικα βιάζεται λόγω των περιστάσεων. Σαν άνεμος που παρασέρνει τα φθινοπωρινά φύλλα, περνάει τρέχοντας απ’την πόρτα και προσπαθεί να βρεθεί στο δωμάτιό της, χωρίς να γίνει αντιληπτή. Να όμως που εκεί μπροστά έχει στηθεί πελώρια η μαμά και τής ζητάει λογαριασμό στήνοντάς την στον τοίχο, ιεροεξεταστής και εκτελεστικό απόσπασμα μαζί, από πολιτεία και οικογένεια ομόφωνα αναγνωρισμένη ως μητέρα.
Η οποία  ερευνά να μάθει, γιατί η Ερικα γύρισε μόλις τώρα, τόσο αργά. Πέρασαν ήδη τρείς ώρες από τότε που έφυγε ο τελευταίος μαθητής κουβαλώντας μαζί του τον χλευασμό της Ερικα. Νομίζεις βέβαια, Ερικα, οτι δεν θα μάθω πού ήσουνα. Ενα παιδί οφείλει από μόνο του να δίνει εξηγήσεις στη μητέρα του, χωρίς καν αυτή να τις ζητήσει, που δε θα γίνουν έτσι κι αλλιώς πιστευτές, επειδή στο παιδί αρέσει να λέει ψέμματα. Η μητέρα περιμένει ακόμη, όμως τόσο, όσο χρειάζεται να μετρήσει μέχρι το τρία.
Δεν έχει φτάσει καν στο δύο και η κόρη έχει δώσει μια απάντηση που απέχει αρκετά απ’την αλήθεια. Ο γεμάτος παρτιτούρες χαρτοφύλακάς αποσπάται τώρα βίαια απ’τα χέρια της και μπροστά στα. μάτια της μητέρας ξεπροβάλλει η πικρή απάντηση σ’όλες της τις ερωτήσεις. Τέσσερεις παρτιτούρες με σονάτες του Μπετόβεν μοιράζονται το λιγοστο χώρο του χαρτοφύλακα μ’ένα καινούργιο φουστάνι που φαίνεται  ότι  έχει αγοραστεί μόλις πριν από λίγο. Η μητέρα εξαγριώνεται με το ρούχο. Στο μαγαζί πρωτύτερα, γαντζωμένο στη κρεμάστρα, φάνταζε στα μάτια της Ερικα τόσο ελκυστικό, πολύχρωμο και απαλό στην αφή, τώρα είναι πεταμένο σαν κουρελόπανο με  το  βλέμμα της μητέρας να το διαπερνάει σα το γάντζο της κρεμάστρας του.
Τα λεφτά για το φουστάνι προορίζονταν για το ταμιευτήριο. Τώρα ξοδεύτηκαν πριν την ώρα τους.
Ωρύεται η μητέρα: Σπατάλησες την ανταμοιβή που θα απολάμβανες αργότερα, το καινούργιο διαμέρισμα δηλαδή, όμως εσύ δεν μπορούσες να περιμένεις, και τι κατάλαβες, τώρα έχεις ένα κουρέλι που σε λίγο δε θα’ναι καν στην μόδα.
Μητέρα και κόρη μαζεύουν λεφτά για ένα μεγάλο ιδιόκτητο διαμέρισμα για τις δυό τους. Το σπίτι που μένουν τώρα με   ενοίκιο είναι ήδη τόσο προχωρημένης ηλικίας που είναι σαράβαλο. Στο καινούργιο σπίτι θα μπορέσουν εκ των προτέρων να διαλέξουν μαζί τα εντοιχιζόμενα ντουλάπια, ακόμη και την θέση των μεσότοιχων. Ολα θα γίνουν ακριβώς σύμφωνα με προσωπικές υποδείξεις. Οποιος πληρώνει, ορίζει. Η μητέρα που έχει μια πενιχρή σύνταξη, ορίζει ό,τι πληρώνει η Ερικα. Σ’αυτό το ολοκαίνουργιο διαμέρισμα θα έχει ο καθένας το δικό του βασίλειο, η Ερικα εδώ, η μητέρα εκεί, τα δυό βασίλεια ξεκάθαρα οριοθετημένα. Ομως το καθιστικό θα είναι κοινό. Εκεί θα συναντιούνται. Αν θέλουν. Θα θέλουν όμως, σύμφωνα με τους φυσικους νόμους πάντοτε, επειδή μητέρα και παιδί αποτελούν ένα σώμα μια ψυχή. Αλλωστε κι εδώ, σ’αυτό  το αχούρι που ρημάζει σιγά-σιγά, η Ερικα έχει το δικό της βασίλειο, όπου διοικεί και διοικείται. Είναι προσωρινό βασίλειο. Η πόρτα στο δωμάτιο της Ερικα δεν έχει κλειδαριά, και ένα παιδι οφείλει να μην έχει μυστικά. Το βασίλειο της μητέρας καταλαμβάνει όλο το υπόλοιπο διαμέρισμα, κι αυτό, γιατί η νοικοκυρά που νοιάζεται για όλα, τα διαχειρίζεται κιόλας, ενώ η Ερικα  απολαμβάνει τους καρπούς των οικιακών εργασιών που φέρει εις πέρας η μητέρα. Βλέπεις, με τη λάτρα του νοικοκυριού δε χρειάστηκε ποτέ  να κοπιάσει η Ερικα, γιατί τα απορρυπαντικά καταστρέφουν τα χέρια του πιανίστα.
Αυτό που βάζει σε έννοια  τη μητέρα στα σπάνια διαλείμματα που παίρνει ανάσα, είναι η ανεξέλεγκτη ιδιοκτησία της. Η Ερικα, χέλι που ξεγλυστράει αυτό το παιδί, και ποιος ξέρει πού τριγυρνάει αυτήν την στιγμή  και τι αταξίες κάνει.
Ομως κάθε μέρα, χωρίς εξαίρεση, η κόρη βρισκεται με ακρίβεια δευτερολέπτου εκεί όπου ανήκει: στο σπίτι.. Σχεδόν πάντοτε είναι η Ερικα στο σπίτι. Μερικές φορές τα βράδυα πάει σε κανένα κοντσέρτο, αλλά όλο και πιο σπάνια. Η κάθεται στο πλήκτρα και χτυπάει με μανία την καριέρα της σαν πιανίστρια που εδώ και καιρό έχει θαφτεί οριστικά ή πλανιέται σαν κακό πνεύμα σε κάποια πρόβα με τους μαθητές της. Εκεί μπορεί να της τηλεφωνήσει κανείς σε περίπτωση ανάγκης.

Elfriede Jelinek, H πιανίστρια, Reinbek 1983, σύντμηση αποσπάσματος, από Prüfungssblätter zum KDS

Μετάφραση του κειμένου και σχόλιο:Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου

Η συγγραφέας:
Σαρκαστική και προκλητική όσο λίγοι συνάδελφοί της η Αυστριακή συγγραφέας ταράζει τη κοινωνία της χώρας της με τα βλάσφημα αιχμηρά κείμενά της, διχάζει τους συμπατριώτες της, κάποιοι την θεωρούν «εχθρό του λαού» και κάποιοι άλλοι την κατηγορούν ότι «βρωμίζει την ίδια τη φωλιά της», αναφερόμενοι στις αιχμές της οσαναφορά το ναζιστικό παρελθόν της Αυστρίας.
Γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε στη Βιέννη. Εζησε δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια επειδή καταπιέστηκε από το οικογενειακό της περιβάλλον και ιδιαίτερα από τη μητέρα της να ακολουθήσει μουσική καριέρα. Σπούδασε πέρα από μουσική Ιστορία Τέχνης και δράμα.
Επαναλαμβανόμενο θέμα στα έργα της είναι η πάλη των φύλων και η γυναικεία σεξουαλικότητα, ο αγώνας για άσκηση εξουσίας και η επιθετικότητα στις ανθρώπινές σχέσεις. Γράφει θεατρικά έργα και νουβέλες.
Στο βιβλίο της «Η πιανίστρια», το οποίο περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία,    περιγράφει τη ζωή μιας γυναίκας που συμβιώνει σε  μια αρρωστημένη σχέση με την αυταρχική μητέρα της. Η σκληρή καταπίεση που υφίσταται την οδηγεί σε επισκέψεις σε πορνομάγαζα και σε ηδονοβλεπτικές δραστηριότητες στα πάρκα. Όταν συνδέεται ερωτικά μ’ένα μαθητή της του επιβάλλει βασανιστήρια σαν αυτά που βίωσε η ίδια.
Η γλώσσα της Γιέλινεκ είναι στυφή, ειρωνική, λιτή. Επιτίθεται στον αναγνώστη, τον κρυφοκοιτάζει με σαδιστική περιέργεια και περιμένει την αντίδρασή του.
Τιμήθηκε παρά τις αντιφατικές γνώμες και τα κύματα αγανάκτησης πουν ξεσηκώνει με την έκδοση κάθε καινούργιου βιβλίου – πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν το έργο της πορνογραφικό – με πολλά και σημαντικά βραβεία, το 2004 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας από την  Ακαδημία της Στοκχόλμης.


Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

missa criolla




Τις μέρες των γιορτών που πέρασαν κι η καρδιά μου δεν έλεγε ν’ανοίξει παρά τις φωταψίες και τις μουσικές γιατί στο οπτικό μου πεδίο κυριαρχούσαν κάποιες άλλες εικόνες πιο καταλυτικές, ξενοίκιαστων μαγαζιών στη σειρά με τα τυφλά αφισσοκολλημένα τζάμια τους και γραββατωμένων ηλικιωμένων κυρίων με τη πλαστική σακκούλα στο χέρι μπρος σε κάδους σκουπιδιών, aυτές τις μέρες λοιπόν τις πέρασα ακούγοντας εκκλησιαστικές λειτουργίες από άλλες χώρες και άλλους πολιτισμούς σε εκτελέσεις με τοπικά μουσικά όργανα και τοπικούς συντελεστές.

Ακουγα τη missa flamenco, λειτουργία απ’τον Ανδαλουσιανό χώρο που χρησιμοποιεί στοιχεία από ρυθμούς ισπανικούς, solea και caña, από cantos gitanos και λαϊκές μουσικές με παραδοσιακά όργανα από διαφορα μέρη της Νότιας Ισπανίας, ιδιαίτερα από τη Μάλαγκα και το Καντίθ.

Ακουγα και τη missalubaκαι τη messa des savannes, δυο αφρικανικές λειτουργίες που αξιοποιούν με τον καλύτερο τρόπο τη μουσική κληρονομιά των λαών της Κεντρικής Αφρικής.


Η αγαπημένη μου όμως λειτουργία ήταν και παραμένει η missa criolla, που πριν πολλά χρόνια την άκουσα για πρώτη φορά σ’ένα φεστιβάλ εκκλησιαστικών χορωδιών στο Λορέττο της Ιταλίας που συμμετείχε ο τότε δεκάχρονος γιος μου με τη χορώδία της Αγίας Τριάδας από τη Θεσσαλονίκη.

Ηmissa criolla γράφτηκε απ’τον Αργεντινό Αριέλ Ραμίρεζ το 1964 και είναι το πιο εντυπωσιακό ντοκουμέντο νοτιοαμερικάνικης παραδοσιακής μουσικής. Το έργο εκτελείται από σολίστες, χορωδία και ορχήστρα και λαϊκά μουσικά όργανα όπως Bombos Legüeros, Bateria, Tumba-Dora, Gong και Cocos που με την ιδιότυπη χροιά τους μεταφέρουν τον ακροατή σε αυθεντικά μουσικά ακούσματα της Αργεντινής, της Βολιβίας, και άλλων γειτονικών χωρών.

Η λειτουργία αποτελείται από πέντε μέρη, το Kyrie που χαρακτηρίζεται από δυο ρυθμούς,τον Vidalaκαι τον Banguala, το Gloria έχει γραφεί με βάση έναν απ’τους πιο δημοφιλείς λαϊκους χορούς της χώρας, το Carnavalito, το Credoακολουθεί μια μουσική ιδιαιτερότητα από την επαρχία Santiago del Estero, την Chacarera Trunca και η εναλλαγή ανάμεσα στο σολίστα και τη χορωδία είναι ιδιαίτερα δραματική. Το Sanctus πάλι βασίζεται σε βολιβιανή μουσική και το Agnus Dei-Αμνός του Θεού χαρακτηρίζεται από μουσικά μοτίβα της αργεντίνικης πάμπας.

Όταν το έργο πρωτοεκτελέστηκε σε ελληνική εκκλησία, σαν κοντσέρτο, όχι σα λειτουργία,υπήρξαν πολλές και παράλογες αντιδράσεις.

Και λέω εγώ τώρα, παίζει ρόλο μέσα από ποιους δρόμους προσεγγίζουμε το θείο; Προδίδω τη θρησκεία μου αν με αγγίζει ένα άλλο είδους εκκλησιαστική μουσική; Είναι κακό να εκστασιάζομαι και να κινώ το σώμα μου στο ρυθμό της μουσικής; Τι καλύτερος τρόπος απ’το να λατρεύεις το Θεό, με την ψυχή, με το πνεύμα και με το σώμα! Πού είναι η ιεροσυλία;

Σ’όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, όποιο όνομα κι αν έχει ο Θεός οι ανάγκες των ανθρώπων είναι ίδιες και οι ικεσίες τους έχουν πάντα το ίδιο περιεχόμενο. Δεν παίζει ρόλο σε ποια γλώσσα ζητάμε τη λύτρωση απ’το Θεό, αρκεί να τη ζητάμε!

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Günter Eich


Μπήκε το 2012, είναι δυο μέρες τώρα, και πώς μπήκε! Κουρασμένο, μπαφιασμένο, σέρνει τα βήματά του, του περνάμε τη δυσφορία μας και μας μεταδίδει τη δική του. 

Παραμονή Πρωτοχρονιάς σε δεξίωση γάμου, και τα μαλλιά μας φτειάξαμε και τα τζοβαίρια μας φορέσαμε, ό,τι είχε τέλος πάντων η κάθε μια, και τα καλαμπούρια μας είπαμε, τα παλιά και χιλιοειπωμένα και τα καινούργια και σπαρταριστά, όμως το κέφι ήταν βεβιασμένο και χαμηλόφωνο και το χειλάκι μας δεν έσκασε χαμόγελο ή τουλάχιστον χαμόγελο που θα άρμοζε σε μια τέτοια βραδιά και στις προσπάθειες του οικοδεσπότη που έκανε τα χίλια-μύρια να μας περιποιηθεί.
Δεν έχω αντίδοτο. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Μ’όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας ας πορευτεί.
Ισως μια απάντηση βρίσκεται στην επιστροφή στα μικρά πράματα, στις ταπεινές χαρές, σε φίλους παλιούς που τους είχαμε δεδομένους και φίλους καινούργιους που θα τους προσεγγίσουμε με άλλο τρόπο πια και άλλα κριτήρια.
Θα ξαναψάξω τα παλιά μου τεφτέρια, θα βρω κομμάτια, θραύσματα λογοτεχνίας που αγάπησα, μικρά κοσμήματα, και θα τα ακουμπήσω σ’ένα λογοτεχνικό τραπεζάκι να τα μοιρασθώ με όσους ενδιαφέρονται
Με την αρχή της καινούργιας χρονιάς λοιπόν, και θέλοντας να ξεφύγω απ΄τις συνηθισμένες ευχές που ακούγονται κούφιες κι έχουν χάσει τη σχέση τους με την πραγματικότητα σας παραθέτω ένα ποίημα του Γερμανού ποιητή Günter Eich που το μετέφρασα πριν κάμποσα χρόνια και που το θεωρώ επίκαιρο όσο ποτέ:
Ξυπνήστε γιατί τα όνειρά σας είναι άσχημα

Ξυπνήστε γιατί τα όνειρά σας είναι άσχημα!
Μείνετε ξάγρυπνοι γιατί το τρομερό πλησιάζει.

Ερχεται και σε σένα που μένεις μακριά απ’τα μέρη που χύνεται αίμα,
και σε σένα και στο μεσημεριανό σου ύπνο
που δε σ’αρέσει να τον ενοχλούν.
Αν δεν έρθει σήμερα, θα’ρθει αύριο,
 να’σαι σίγουρος.

«Ω γλυκέ ύπνε, πάνω σε μαξιλάρια με κόκκινα λουλούδια,
δώρο χριστουγεννιάτικο της Ανννίτας που τρεις βδομάδες το κεντούσε,
ω γλυκέ ύπνε,
όταν το ψητό έχει λίπος  και τα λαχανικά είναι τρυφερά.
Σκέφτεται κανείς όταν αποκοιμιέται τα επίκαιρα από χτες το βράδυ:
πασχαλινά αρνιά, η φύση που ξυπνάει, εγκαίνια του καζίνο στο Μπάντεν- Μπάντεν,
το Κέμπριτζ νίκησε την Οξφόρδη με δυόμιση μήκη,
φτάνουν αυτά να απασχοληθεί ο εγκέφαλος.

Ω αυτό το μαλακό μαξιλάρι, πούπουλα πρώτης διαλογής!
Επάνω του ξεχνάει κανείς ό,τι εξοργιστικό στον κόσμο, την είδηση εκείνη παραδείγματος χάριν:
Η κατηγορούμενη για έκτρωση είπε στην απολογία της:
Η γυναίκα, μάνα με εφτά παιδιά, ήρθε σ’εμένα μ’ένα νεογέννητο,
 που δεν του’χε φασκιά και το’χε
τυλιγμένο σε χαρτί από εφημερίδα.
Τέλος πάντων αυτά είναι υποθέσεις του δικαστηρίου, όχι δικές μας.
Δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτε αν του ενός η τύχη είναι σκληρότερη απ’του άλλου.
Κι ό,τι προκειται να’ρθει ας το αντιμετωπίσουν τα εγγόνια μας»

«Α, κοιμάσαι κιόλας; Ξύπνα ολότελα, φίλε μου!
Ηδη τρέχει το ρεύμα στο συρματόπλεγμα και οι φρουροί είναι στις θέσεις τους».

Όχι , μην κοιμάστε, όταν αυτοί που διευθετούν τον κόσμο ενεργούν!
Δυσπιστείτε στην εξουσία τους που τάχα πρέπει να αποκτήσουν για σας!
Αγρυπνείτε, για να μην είναι άδειες οι καρδιές σας, όταν οι άλλοι υπολογίζουν στο κενό της καρδιάς σας!
Κάντε το ανώφελο, τραγουδείστε τα τραγούδια που δεν περιμένει κανείς από το στόμα σας!
Να’στε ενοχλητικοί, να’στε η άμμος, όχι το λάδι στη μηχανή του κόσμου!  
----------------------------------------------------------------------------------------
Ο Günter Eich γεννήθηκε το 1907 στο Λέμπους και πέθανε το 1972. Εγραψε ποίηση, θεατρικά έργα για ραδιόφωνο και τηλεόραση και πεζά. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ομάδας 47. Βραβέυτηκε με τα μεγαλύτερα γερμανικά λογοτεχνικά βραβεία. Παντρεύτηκε τη Γερμανίδα ποιήτρια Ιlsε Αichinger.
«Ανήκει στις πρώτες φωνές που μετά το 1945 δώσαν νέα μορφή στην γερμανική λογοτεχνία. Η ποίησή του σχίζει το δίχτυ της ψευτιάς, διασπάει το γαϊτανάκι που σχηματίζουν  οι φαινομενικά ποιητικές χαλκομανίες και εγκλείει μέσα στου στίχους της την αντίσταση ενάντια στα σκληρά θλιβερά γεγονότα. Ενάντια στη γενική πολυλογία, ενάντια στις λέξεις που πολυχρησιμοποιήθηκαν και φθάρηκαν σα συνθήματα».
Γράφει ο ποιητής: Ολες οι γνώμες που έχουν ειπωθεί προϋποθέτουν ότι ξέρουμε τι είναι πραγματικότητα. Οσο για μένα ομολογώ  ότι δεν το ξέρω. Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν χρώματα που δεν τα βλέπουμε, ήχοι που δεν τους ακούμε. Οι αισθήσεις μας είναι αμφισβητήσιμες, και το ίδιο πρέπει να υποθέσω   για τον εγκέφαλο. Είμαι πρόθυμος να κινηθώ μέσα σ’αυτά τα πλαίσια. Αλλά έχω τις ίδιες δυσκολίες περίπου που αντιμετωπίζει ένας κωφάλαλος τυφλός. Γράφω ποιήματα για να προσανατολιστώ στην πραγματικότητα. Τα θεωρώ τριγωνομετρικά σημεία ή σημαδούρες που  ορίζουν την κατεύθυνση πάνω σε μια άγνωστη επιφάνεια. Μόνο με το γράψιμο τα πράγματα γίνονται πραγματικότητα. Για μένα η πραγματικότητα δεν αποτελεί προϋπόθεση αλλά σκοπό. Πρέπει πρώτα να τη δημιουργήσω.
Σύγχρονοι Γερμανοί Ποιητές, ανατύπωση από το περιοδικό «Διαγώνιος», αρ.2 και 3, 1972
Μετάφραση: Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου
Εισαγωγή-Σημειώματα-Ανθολογία:Hannelore Ochs