Νόρα
Πυλόρωφ-Προκοπίου
Ανθή
Πιερίδη, "Χρυσοκόκκινα μήλα", Εκδόσεις Βεργίνα
H παρουσίαση ενός βιβλίου με
περισσότερα από ένα πεζογραφήματα δεν είναι εύκολη υπόθεση, γιατί κάθε αφήγημα
διαθέτει τη δική του δυναμική και την ιδιαίτερη ταυτότητά του. O παρουσιαστής θέλοντας να κερδίσει
το ακροατήριο και να πείσει τον ακροατή κατά κάποιο τρόπο να γίνει αναγνώστης,
σε κάποιο ιδιαίτερο θα επικεντρωθεί, κάποιο θα ευνοήσει και κάποιο άλλο άθελα
του θα αδικήσει.
Μαζευτήκαμε
λοιπόν σήμερα εδώ να γνωρίσουμε το
βιβλίο της Ανθής, το πρώτο της, που τιτλοφορείται « Xρυσοκόκκινα μήλα» και εμπεριέχει έξη
αφηγήματα.
Θα
δώσω λίγο περισσότερο βάρος στην πρώτη νουβέλα, γιατί είναι και η
μακροσκελέστερη και τοποθετημένη σε καυτή ιστορική περίοδο, στους βίαιους και σκοτεινούς καιρούς
του Εμφυλίου, που βιώνει ο αφηγητής στα παιδικά του χρόνια. Περιγράφει ο Πηλιορείτης, μπερδεμένος και διχασμένος
ανάμεσα στο σήμερα και στο χθες, τη ζωή του, τα βιώματα, τις αναμνήσεις του και
την καθημερινότητά του σ’ένα χωριό του Πηλίου, το οποίο η συγγραφέας δεν
κατονομάζει. Γιατί σε τελευταία ανάλυση ούτε και ιδιαίτερο ρόλο παίζει η
τοπιογραφία, γιατί περίπου η ίδια ιστορία επαναλαμβανόταν σε κάθε γωνιά της
Ελλάδας και άφησε βαριά κληρονομιά και σκιά στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της εποχής αλλά και στις κατοπινές γενιές.
Η
Ανθή λοιπόν αφήνει να μιλήσει το παιδί του τότε σε πρώτο πρόσωπο για την
ανέχεια, το φόβο, την απειλή, για θάνατο και προδοσία. Αφελής ο λόγος του,
απλός, επαναλαμβανόμενος και προπάντων λαϊκός, με τη μεστή αυθεντικότητα των
ανθρώπων της υπαίθρου, αυτών που έχουν ριζώσει στη γη τους. Που έχουν ζήσει τη
γενναιοδωρία αυτής της γης αλλά συγχρόνως και την τσιγκουνιά της ανθρώπινης
ψύχής που διαγράφεται πολύ πιο έντονη μακριά από τα φτειασίδια και τα τερτίπια των
ανθρώπων της πόλης, από τα δήθεν και τα τάχα.
Ζωντανός
ο λόγος του Πηλιορείτη, και ανεπιτήδευτος, με εξομολογητική διάθεση, κουβεντιαστός θα
΄λεγα. Βουίζει στ’αυτιά μας ο ήχος της φωνής του, η ντοπιολαλιά, η χρήση δηλαδή
της τοπικής διαλέκτου, οι λέξεις που χρησιμοποιεί, οι ανάσες που παίρνει, το
μουρμούρισμα της διήγησής του, οι παύσεις και τα σκαμπανεβάσματα. Μας παραθέτει
λοιπόν μικρά θραύσματα της καθημερινότητάς του ζωντανεύοντας μια εποχή που πέρασε και έναν τρόπο ζωής που
δεν τον έχουμε γνωρίσει οι περισσότεροι που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε αστικό
περιβάλλον, μας μιλάει λοιπόν για ήθη και έθιμα που διέπαν τη ζωή των ανθρώπων κάποτε
και τώρα έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί.
Μας
προσφέρει τη δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων το κείμενο του ανθρώπου αυτού και
διαθέτει τρομακτική δύναμη. Η απλοϊκότητά του βέβαια ξεγελάει. Τα ψήγματα της
θυμοσοφίας του παραπλανάνε. Πίσω τους κρύβεται ο προβληματισμός του ανθρώπου για
τη σχέση Ιστορίας και μικροϊστορίας και πώς η μεγάλη Ιστορία ορίζει, καθορίζει,
ισοπεδώνει και συντρίβει το άτομο, του φτειάχνει ερήμην του τη μοίρα του, το
κάνει να παραπαίει ανάμεσα στο ατομικό βίωμα και στη συλλογική συνείδηση.
Οι
πέντε ιστορίες που ακολουθούν είναι ιστορίες σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπους
ταιριαστούς και αταίριαστους. Oι
ήρωες της Ανθής βιώνουν τη ματαίωση και τη διάψευση, τις ήττες, τη μοναξιά του
έρωτα, τα επαγγελματικά αδιέξοδα, τα νεκρωμένα αισθήματα.
Στο
διήγημα «Η μουριά» το ζευγάρι των αλλοτινών εραστών βρίσκονται μετά από είκοσι
χρόνια, μια συνάντηση σα θλιβερή παράσταση επιβεβαίωσης. Κουβαλώντας ο άντρας
την ουλή από την εγχείρηση της ανοιχτής καρδιάς, η γυναίκα την ουλή της απόρριψης
και την οδυνηρή επίγνωση της φθοράς του
χρόνου στο κορμί και στην ψυχή της. Πενθούν τον έρωτά τους που στέρεψε ανάμεσα
στις συμπληγάδες πέτρες των αντικρουόμενων συναισθημάτων και των αδιεξόδων. Η
παλιά οικειότητα ναρκοθετείται από ανασφάλεια, ματαιοδοξία και καλά κρυμμένη
οργή. Μιλάν για τα παλιά, σωπαίνουν περισσότερο, τα ανείπωτα, υφασμένα από
ψέματα και αλήθειες, αιωρούνται ανάμεσά τους, σμίγουν ερωτικά, ξέρουν όμως κι οι
δύο ότι έχουν αμετάκλητα εξοριστεί από την τότε μαγεία που τους είχε φέρει
κοντά και τους είχε κάνει να χάσουν τα λογικά τους. Μόνο που ο άντρας τα είχε
χάσει σε μικρότερο βαθμό απ’ό,τι η γυναίκα γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να
απαγκιστρωθεί από την οικογένειά του. Ούτε να προσφέρει στη γυναίκα της ζωής
του αυτά που χρωστούσε να της προσφέρει. Νιώθει θλίψη για αυτά που υποσχέθηκε
και δεν κατόρθωσε να τηρήσει και βaθιά πικραμένος για το ανεκπλήρωτο της ζωής του ρωτάει την
παλιά του αγάπη αν μπορεί να τον συγχωρήσει.
Χαμηλών
τόνων το αφήγημα «Δε ρώτησα», περιγράφει τη μελανή πραγματικότητα ενός παιδιού,
ενός μικρού κοριτσιού, που έχασε τον πατέρα του και πιστεύει ότι αν δεν ρωτήσει
τίποτε θα είναι σα ο θάνατος αυτός να μην έχει συμβεί ποτέ. Εξακολουθεί να
λειτουργεί μέσα στην οικογένεια που πενθεί, συμμετέχει στο πένθος, αποσιωπεί όμως
την απώλεια, κλείνοντας όλες τις ρωγμές που θα επέτρεπαν να διεισδύσει μέσα του
η επίγνωση του χαμού του γονέα του. Βέβαια όλη αυτή η συσσωρευμένη απώθηση
λειτουργεί βραδυφλεγώς, η έκρηξη δεν αργεί να’ρθει, μόνο που είναι μια αθόρυβη
έκρηξη προς τα μέσα, έκρηξη περηφάνειας και αυτοσυγκράτησης, ένα σιωπηλό ουρλιαχτό. Σπαρακτική
η τελευταία σκηνή, όπου το παιδί με μια αλλόκοτη αξιοπρέπεια πανηγυρίζει ότι
κατάφερε να μη ρωτήσει τη δασκάλα της
από πού έμαθε για το θάνατο του πατέρα της .
Οι
ιστορίες της Ανθής δεν έχουν κορύφωση, αφήνουν τον αναγνώστη μετέωρο, και
νομίζω ότι εδώ έγκειται η τέχνη της συγγραφέα να χειρίζεται τη γραφή της έτσι, ώστε
να έχουμε μια αποτύπωση της πραγματικότητας μεν, έτσι όπως αυτή διαγράφεται,
αμείλικτη, καλπάζουσα, ασθμαίνουσα
κάποτε, χωρίς ψευδαισθήσεις, όμως
εκκρεμής, αιωρούμενη, σαν η πλοκή να πρόκειται να συνεχιστεί σε μια άλλη
ιστορία, σε μια άλλη χρονική στιγμή. Ενας τέτοιος τρόπος γραψίματος περιέχει εν
τω σπέρματι μια μεγάλη ποικιλία αναγνώσεων, παραλλαγών, εξελίξεων.
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα η ιστορία «Γλύφω μόνο παγωτό», όπου χαρτογραφείται μια σχέση που υφαίνεται
και ξηλώνεται αδιάκοπα, περιγράφονται με μια μελαγχολική διάθεση χιούμορ
λέξεις, χειρονομίες, στιγμιότυπα προσέγγισης και διαδικασίες εξαπάτησης που
λειτουργούν εις βάθος χρόνου και απογυμνώνουν τους χαρακτήρες των εραστών και
κατοπινών συζύγων. Ο έρωτας τους έχει εκπνεύσει προ πολλού, ο γάμος τους αποδομείται και δε μένει τίποτε άλλο παρά ο
χωρισμός.
Γυναίκα
η ηρωίδα στη νουβέλα «Ο μαγεμένος Αύγουστος»,
αφοσιωμένη σ’ένα συγκεκριμένο ιδανικό να βοηθήσει τα παιδιά στο χωριό
του αντρός της φτειάχνοντας βιβλιοθήκη και δημιουργώντας ένα πολιτιστικό
κέντρο. Με φαντασία, έμπνευση, παλμό και πάθος μοχθεί να βοηθήσει, να φωτίσει,
να μορφώσει, περιτριγυρίζεται όμως από μικροψυχία, προλήψεις, δεισιδαιμονία και στενομυαλιά. Οι προσπάθειές
της όμως δεν πέφτουν στο κενό, γιατί η μάχη της μπορεί να υπήρξε άνιση,
μακροπρόθεσμα όμως εισπράττει την ευγνωμοσύνη και την αναγνώριση.
Οι
ήρωες της Ανθής δυσκολεύονται να ζήσουν
ελεύθερα, αυτόνομα και αυτεξούσια,
είναι δέσμιοι του ιστορικού και κοινωνικού γίγνεσθαι και βιώνουν τα επακόλουθά
του. Παλεύουν να ξεφύγουν απ’τα αδιέξοδά τους και βολοδέρνουν ανάμεσα στις
διαψεύσεις και στις αναμονές σ΄ένα κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας ανάμεικτης
με μελαγχολία. Η συγγραφέας αντιλαμβάνεται, καταγράφει και αφηγείται τον κόσμο
γύρω της με μια παιδικότητα ψυχής και
αυθορμητισμό προφορικού λόγου. Αποφεύγει τους μελοδραματισμούς και οι ήρωές της
κερδίζουν τη συμπάθειά μας.Είναι ωραία τα χρυσοκόκκινα μήλα της Ανθής, ωραία να
τα βλέπεις και λαχταριστά να τα φας. …»τα’βανε", λέει η συγγραφέας για την
ηρωίδα, "σ’ένα καλάθι και δεν τα δοκίμαζε κανείς, τα’θελε δικά της, δεν
τα’τρωγε, τα φύλαγε όλο το χειμώνα και μετά τα’θαβε στο χώμα και κάθε που
τελείωνε η ζέστα, μόλις φθινοπώριαζε, περίμενε τα καινούργια». Εμείς όμως θα τα
δοκιμάσουμε τα μήλα και θα χαρούμε τη γεύση τους. Καλοτάξιδο το βιβλίο σου,
Ανθή μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου