«Και
ο μήνας έχει εννιά»
Κλασσικό
ελληνικό τραγούδι, λατρεύτηκε από τους
Ελληνες, μελωδία με μπρίο και γοργό ρυθμό, τραγουδισμένο από αγαπημένους
καλλιτέχνες από το 1953 που ακούστηκε για πρώτη φορά στο έργο «Το σωφεράκι»
μέχρι σήμερα.
Ενδιαφέρουσα η σημειολογία του. Ο ελληνικός
λαός βγαίνει από τα δεινά του πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, ένδεια και
στέρηση, κακουχίες και απώλειες, κάθε οικογένεια έχει να θρηνήσει κάποιο νεκρό.
Εις πείσμα των καιρών και των καταστάσεων τραγουδάει ο Ελληνας, «…στου διαβόλου
τα’γραψα όλα το κατάστιχο και γλεντώ τα νιάτα μου πριν με πιάσει λάστιχο…» Οσο
για τα χρήματα, αυτά του φτάνουν για τις πρώτες εννιά μέρες του μήνα, τι θα
γίνει μετά, δεν τον νοιάζει, βασικό να περνάει καλά, να ξοδεύει και να ξεδίνει,
γιατί ο μεγάλος εχθρός, ο θάνατος, παραμονεύει και μαζί μ’αυτόν και τα γερατειά
και η ανημποριά.
Μόνο
που σήμερα με μια τραγική ειρωνεία αντιστράφηκαν οι όροι. Για πάρα πολλές
οικογένειες ο μήνας έχει όντως εννιά, για πιο πολύ δε φτάνουν οι περικομμένοι μισθοί
και οι κουτσουρεμένες συντάξεις, και το τραγούδι με ανατριχιάζει όπως με
βασανίζουν όλα αυτά τα τραγούδια που συνόδεψαν πάθη και παθήματα γενεών,
σημάδεψαν και τη δική μου, κάποια στιγμή
όμως γίναν ανεπίκαιρα. Σαν τις ταινίες
του ’50 που oι
νέοι άνθρωποι τις θεωρούσαν γραφικές και τώρα θα τις βλέπουν για να μπορέσουν
να συντηρήσουν ζωντανή την ελπίδα ότι
όπως επιβίωσαν τότε οι παππούδες τους θα μπορέσουν τώρα να επιβιώσουν και αυτοί.
Μόνο
που ούτε περιμέναμε ούτε ευχόμασταν τέτοιο μέλλον για τα παιδιά μας.
Τραγούδια
της ελπίδας γεμάτη λοιπόν η ελληνική δισκογραφία, αλλά και τραγούδια του
καϋμού, της οργής , της αδικίας για την άπονη ζωή που μας πέταξε στου δρόμου
την άκρη, για τον ψεύτη κι άδικο ντουνιά που είναι μικρός και δε χωρά τον αναστεναγμό
μου, για τις μέρες που πέφτουν βαριές
σαν της βροχής τις στάλες, για τον ουρανό και για τη γη, για τα σύννεφα, τα
κύματα , και τα δέντρα κι όλες τις δυνάμεις της φύσης που συμμετέχουν σ’αυτήν
την ψυχική ανάταση, μικρή ή μεγάλη, που συντελείται την ώρα του τραγουδιού. Ή την ώρα του χορού, γιατί
αυτός που χορεύει ζεϊμπέκικο, ανοίγει τα χέρια του σαν αετός, και σκύβει και
σέρνει τα βήματά του σα να σκοντάφτει, είναι το χώμα που τον ζητάει, αφού αυτή είναι η μοίρα του, αλλά εκείνος παλεύει
να πετάξει ψηλά να αποφύγει το γραμμένο, τεντώνει το στήθος του, το
προτάσσει, τι να την κάνω τη χαρά, χαρά στον που την έχει, να την υψώσω στα
βουνά, στο κρύο δεν αντέχει…
Αντέχει,
αντέχει, θα τα τραγουδήσουμε ξανά αυτά τα τραγούδια, αυτά θα γίνουν η φωνή μας,
θα τα τραγουδήσουμε αληθινά όχι όπως τα τραγουδούσαμε και τα χορεύαμε μέχρι
τώρα, που ουσιαστικά τα προδίδαμε γιατί δεν τα’χαμε ζήσει στο πετσί μας, για
άλλους ήταν γραμμένα και μεις απλώς απερίσκεπτα διαιωνίζαμε την παράδοση.
Όμως
ο ευδαιμονισμός και ο ευτελισμός μας τελείωσαν. Είναι δυο χρόνια που ζούμε την
ίδια αμηχανία, έκπληξη, οργή, η χώρα σε καταστολή, οι πολιτικοί σε ατιμωρησία,
και μεις φουντωμένοι αλαφιασμένοι φοβισμένοι, ψάχνουμε στηρίγματα, δε
βρίσκουμε, ψάχνουμε ηγέτες και αντικρύζουμε ιδιοτέλεια, κούφια γλωσσικά σχήματα
και αυτοαποκαλούμενους εθνοσωτήρες. Διαγράφεται κάπου ελπίδα; Θα’ρθει άσπρη
μέρα και για μας; Να κάνουμε υπομονή μήπως και ο ουρανός γίνει πιο γαλανός;
Είναι
η ελπίδα που γεννά και τροφοδοτεί την πρόοδο, η ανέλπιδη συνθηκολόγηση τη θάβει
για πάντα.
Δεν
είναι εύκολο να βρούμε μέσα στο χάος τους δικούς μας μπούσουλες. Ισως αν
τιμωρούνταν κάποιοι υπαίτιοι θα ξαναγεννιόταν μέσα μου το αίσθημα δικαίου που
έχει καταρρακωθεί. Μουδιάζω και δεν ξέρω πώς να το πολεμήσω. Γαντζώνομαι στον
καιρό στη θάλασσα στον ουρανό, στην απλόχερη ελληνική φύση, προσπαθώ να αλλάξω
την πλεύση μου, τις προτεραιότητές μου, ακούω συνειδητά τα παλιά τραγούδια,
προσπαθώ να φανταστώ τη ζωή του τότε που μια γεύση της πήρα στα παιδικά μου
χρόνια και στην εφηβεία, αλλά είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο. Γιατί μέχρι σήμερα
πάλευα με τη γνώση ότι τίποτε δεν είναι δεδομένο και εννοούσα το θάνατο και την
αρρώστεια, αυτό που σε γκρεμίζει και αλλάζει αναφανδόν τη ζωή σου. Προστίθεται
τώρα, φόβητρο καταλυτικό, η οικονομική
σου σταθερότητα που μπορεί να ανατραπεί απ’τη μια στιγμή στην άλλη. Φεύγει το
χαλί κάτω απ΄τα πόδια σου ενώ νόμιζες ότι το΄χες στερεωμένο με ταβανόπροκες. Αμ
δε!
Κι
όταν δεν αισθάνομαι σιγουριά για το παρόν πώς να φανταστώ το μέλλον; Πότε θα
βρεθεί διάδοχο πολιτικό σχήμα να διώξει τις σημερινές ασχημοσύνες, πού είναι ηγέτες
με φώτιση αλλά και με αυστηρότητα στα εθνικά μας ελαττώματα;
Τι
θα κάνουμε στις εκλογές; Από ποιον θα ζητήσουμε να μας σώσει; Απ’αυτούς που μας
δώσαν την κλωτσιά και μας κατρακύλησαν στη χαράδρα; Καλλιεργούμε ακόμα
ψευδαισθήσεις;
Αυτές
μας τελείωσαν. Χωρίς αυτές θα πάμε στις κάλπες. Αλλά με σύνεση και ψυχραιμία.
Και αποφασιστικότητα. Οτι δε θα μας βάλει κάτω, δε θα μας βάλουν κάτω. Κι ο
καθένας του στο μικρό του μετερίζι να παλέψει ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς
αλλά και στον εχθρό μέσα του. Θα χρειαστούμε χρόνο να αναθεωρήσουμε, να
προσαρμοστούμε. Οι γονείς μας τα κατάφεραν, οι παππούδες μας το ίδιο. Θα
μπορέσουμε κι εμείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου