Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου της Ελένης Μπεντίλλα "Οι παραβάτες"


Νόρα Πυλόρωφ - Προκοπίου 
Βιβλιοπαρουσίαση: Ελένη Μπεντίλα "Οι παραβάτες" , Εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική

Η Ελένη στο καινούργιο της βιβλίο που τιτλοφορείται οι Παραβάτες και που μαζευτήκαμε εδώ για να το γνωρίσουμε τοποθετεί την αφετηρία της πλοκής της στα ριάλιτις που μάστισαν την ελληνική τηλεόραση αλλά σάρωσαν τα κανάλια με ύψιστα ποσοστά τηλεθέασης.
Η μόδα αυτή που ξεκίνησε γύρω στο 2000, δημιούργησε πολλούς προβληματισμούς για το αν είναι θεμιτό να παραβιάζεται η προσωπική σφαίρα του ατόμου ακόμα και με τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου. Ευτυχώς μόδα ήταν και πέρασε, στην Ελλάδα τουλάχιστον, και γλύτωσε η πολύπαθη κουλτούρα μας από ένα ακόμη τηλεοπτικό εξάμβλωμα, τα ριάλιτις εξακολουθούν όμως να υπάρχουνι ακόμα και σήμερα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
 Είναι ενδιαφέρον για το βιβλίο μας να εξετάσουμε εν συντομία για ποιο λόγο πουλήθηκε και μοσχοπουλήθηκε το εμπόρευμα ριάλιτις και aν και κατά πόσον οι συμμετέχοντες υπήρξαν θύματα. Παραπλανήθηκαν τα νεaρά άτομα που συνήθως παίρνουν μέρος σε τέτοιες εκπομπές; Η ήξεραν καλά τι έκαμναν όταν δέχτηκαν να εκθέσουν τους εαυτούς τους, τη χαρά,  τη λύπη τους, τα συμπλέγματα, τις μειονεξίες και τις απογοητεύσεις τους βορά στα μάτια ενός ηδονοβλεπτικού, αδηφάγου κοινού που διεκδικεί ανελέητα κομμάτια απ΄τη ζωή τους, και αυτό μόνο και μόνο για να κερδίσουν το υψηλό έπαθλο, δηλ. δόξα, χρήματα, επιτυχία.
Επίκεντρο λοιπόν στο γαϊτανάκι της πλοκής είναι το χρήμα, κινητήριος δύναμη, αξεπέραστο μέγεθος, μέτρο συναισθημάτων, διότι το εμπόρευμα που τίθεται προς πώληση πίσω απ΄τον ψεύτικο φτειαχτό, πλαστό κόσμο του γυαλιού είναι οι ροζ ιστορίες που εκτυλίσσονται στη βιτρίνα των εκπομπών
Σίγουρα κάποιοι μπήκαν στο παιχνίδι για πλάκα, για το λεγόμενο χαβαλέ, δεν ισχύει όμως αυτό για το νεαρό ζευγάρι της ιστορίας μας: Η Φένια και ο Πέτρος ξέρουν καλά τι θέλουν, δεν είναι παραπλανημένοι, ο Πέτρος ζητάει να ξελασπώσει την καταχρεωμένη οικογένειά του και η Φένια να στερεώσει τη αρχόμενη φήμη της σαν μοντέλο. Αλλωστε αυτή τη δημοσιότητα επιζητούσε πάντοτε από τα μικρά της χρόνια, και στην επιθυμία της αυτή βοηθοί και αρωγοί υπήρξαν οι γονείς  της, που διακαής τους πόθος ήταν να ξεφύγουν απ΄την ανωνυμία, να ζήσουν το παραμύθι, να ξεβάψει κι επάνω τους λίγη απ΄τη δόξα της κόρης τους.
Λίγο διαφορετικά τα πράματα στην περίπτωση του Πέτρου που μια απρόβλεπτη οικονομική συγκυρία που έχει σαν αποτέλεσμα την αυτοκτονία του πατέρα του τον ξερριζώνει απότομα απ’την ανεμελιά της εφηβικής ηλικίας, τον ενηλικιώνει ξαφνικά και του στερεί τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τα μεγαλεπήβολα εφηβικά όνειρά του να σώσει την ανθρωπότητα. Μέσα στο σπίτι του τώρα ο Πέτρος δε ζει τίποτε άλλο παρά το φόβο, την απόγνωση, την απειλή που κρέμεται πάνω απ΄τα κεφάλια ων δικών του για επικείμενο πλειστηριασμό, αναλαμβάνει λοιπόν έκων άκων το ρόλο του αρχηγού της οικογένειας, θάβει όλα τα μελλοντικά του σχέδια, καταφέρνει βέβαια να σπουδάσει, αλλά ρίχνεται στη βιοπάλη για να μπορέσει να σταθεί στο ύψος των οικογενειακών υποχρεώσεων, να αντιμετωπίσει χρέη, να χρηματοδοτήσει τις σπουδέ ς του μικρότερου αδελφού, να φροντίσει για την επιβίωση των δικών του.
Η λύση των πενήντα εκατομμυρίων λοιπόν του έρχεται σα θεόσταλτη ευκαιρία. Υπό την προϋπόθεση φυσικά να νικήσει. Όταν αντιλαμβάνεται ότι οι πιθανότητες είναι λίγες, σοφίζεται τη λύση του μισά-μισά, μόνο που κάνει λογαριασμό χωρίς τον ξενοδόχο, ο έρωτας του στήνει δόκανο, στήνει και στους δυο τους την παγίδα του. Κι εκεί μπλέκονται τα πράγματα. Τα χρήματα μπαίνουν  ανάμεσά τους, οι παρεξηγήσεις, η έλξη παλεύει με την καχυποψία, συγχρόνως όμως συντελείται ανεπαίσθητα και στους δύο μια αλλαγή προτεραιοτήτων, η Φένια μετά τη νίκη της αποφεύγει τη δημοσιότητα, δε τη θέλει τη χρυσόσκονη, ονειρεύεται άλλα πράγματα, πράγματα που φτειαχνουν τα χέρια, πλουμίδια πάνω σε ύφασμα, κεντήματα, χρωματιστές μεταξωτές κλωστές. Ο Πέτρος πάλι βιώνει για δεύτερη φορά να γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω του και να τον προδίδει η πραγματικότητα. Και βέβαια και ο εαυτός του που παραπαίει ανάμεσα στα πρωτόγνωρα σκιρτήματα του έρωτα και την τρέλα του να αποκτήσει με κάποιο τρόπο το ποσό του επάθλου και ας είναι και το μισό.
Κι έτσι αρχίζει μια σειρά από διαδοχικές παρεξηγήσεις και ιντρίγκες. Πλαστοπροσωπίες τις ονομάζει η συγγραφέας, εκβιασμοί στην πραγματικότητα, που δεν μας ξενίζουν. Δεν αγανακτούμε, αντίθετα νιώθουμε ίσως μια κρυφή ικανοποίηση, όταν συσπείρωνονται  δυο μικροί Δαβίδ ενάντια στον πανίσχυρο Γολιάθ, που είναι το κανάλι και η Παραγωγή που η συγγραφέας για ευνοήτους λόγους τη γράφει με μεγάλο Π σαν το Μεγάλο Αδελφό. Και αυτό βέβαια νομίζω ότι κάτι σημαίνει: ότι αισθανόμαστε έντονη τη χειραγώγηση από τα τηλεοπτικά κανάλια που μας σερβίρουν αυτά που υποτίθεται ότι θέλουμε να δούμε, γιατί αυτοί ξέρουν καλύτερα τι είναι καλό και ωφέλιμο για μας.
Συνεργοί σ’αυτό το παιχνίδι της εξαπάτησης ο Πέτρος με τον Βαλάντη και έμμεσα και ο σκηνοθέτης Μπάλτας.
Περιφερειακές φιγούρες οι δυο τελευταίοι, εγκλωβισμένοι στα προσωπικά τους αδιέξοδα, πονεμένος ο Βαλάντης απ΄τον άδικο χαμό της κόρης του, αποκομμένος σα σύζυγος και πατέρας από τα οικεία του πρόσωπα, με το στίγμα των ανεκπλήρωτων επιθυμιών σημαδεμένος ο σκηνοθέτης, ένα δίδυμο που συμπληρώνει ο  ένας τον άλλο, μαζί και χώρια, μια σχέση που πάει να γίνει ουσιαστική αλλά δε γίνεται, σε μια Αθήνα γκρίζα, κουρασμένη και φοβισμένη χωρίς εκτυφλωτικό φως, σε περιβάλλον μεσοαστικό ο ένας, σε μια γειτονιά  που φθίνει και χάνεται ο άλλος.
To σκηνικό αλλάζει και κάποια στιγμή τόσο οι πρωταγωνιστές όσο και οι δευτεραγωνιστές μεταφέρονται από την άπνοια της αδιέξοδης μεγαλούπολης στο άπλετο φως της ηφαιστειογενούς Νίσυρου.
Μαγκωμένοι και ψυχοπλακωμένοι ψάχνουν οι ήρωες μας να ξεφύγουν,  και καταφεύγουν στο νησί-βράχο-ηφαίστειο που όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας κρατάει αιχμαλωτισμένο το Γίγαντα Πολυβιώτη που βογκάει κάτω από το βάρος της πέτρας και βγάζει λάβα και φωτιά.
 Άλλος κόσμος εδώ, περιέργεια αλλά καλοπροαίρετη, νοικοκυρωσύνη, πάστρα, αφοπλιστική εμπιστοσύνη στο διπλανό.
Σμίγουν στο νησί ο Πέτρος και η Φένια και μιλάνε, για περασμένα και τωρινά,  η φύση τους κυκλώνει ευεργετικά, γίνεται καταλύτης για όλα αυτά που τους έχουν πονέσει, για τις ανεπάρκειες και τις ελλείψεις τους, για τις τρύπες που χάσκουν μέσα τους και δε λένε να κλείσουν, η Φένια για τις κακές επιλογές της, για την επιφανειακή ζωή που ζούσε μέχρι τώρα, ο Πέτρος για το ότι δε στάθηκε όπως ίσως θα’πρεπε στον πατέρα του και δεν τον απέτρεψε από το απονενοημένο βήμα της απελπισίας.
Το ακούμπισμα της φύσης τους αναζωογονεί, η κρυστάλλινη θάλασσα  τους ηρεμεί, η επαφή με τα μυστήρια του ηφαιστείου κάνει τη Φένια να αντιμετωπίσει τα συναισθήματά της για το Πέτρο, να σταθεί αντιμέτωπη με τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος που σφράγισαν το χαρακτήρα της και την οδήγησαν να κατατρέχεται από τον τρόμο της ομορφιάς και ψάχνοντας να βρει αυτή τον άντρα που δε θα την πληγώσει να καταλήγει σε κακές ακατάλληλες επιλογές.
Το χρήμα όμως μπαίνει ακόμα μια φορά ανάμεσά τους, η τελική σύγκρουση δεν αργεί να’ ρθεί. Τη συνέχεια θα τη διαβάσετε στο βιβλίο…Εγώ δεν προδίδω τίποτε άλλο…
Στο επιμύθιο η Ελένη οριοθετεί ξανά τα χρονικά πλαίσια της συνέχειας της ιστορίας, συγκρίνει την μικροιστορία των δικών μας παραβατών, των συγκεκριμένων, με τους παραβάτες του συστήματος στη Μεγάλη Ιστορία, αυτούς που σηκώνουν κεφάλι και δεν υποτάσσονται και πληρώνουν φυσικά το τίμημα, πολλές φορές με το ίδιο τους το αίμα.Οι δικοί της παραβάτες περνάνε από σαράντα κύματα. Θα βρουν την ευτυχία; Θα τιμωρηθούν για την αποκοτιά τους;
Το μυθιστόρημα της Ελένης γοητεύει τον αναγνώστη. Είναι γρήγορο, γραμμική αφήγηση, με ζωντανούς καλοδουλεμένους διαλόγους. Η γλώσσα γάργαρη, απροσποίητη, αβίαστη. Η Ελένη διαθέτει ένα σπάνιο προτέρημα, και στην προσωπική της ζωή, και στη φωτογραφική της δουλειά αλλά και στον τρόπο που αντιμέτωπίζει τη γραφή της: είναι ανεπιτήδευτη, δεν προσποιείται, δεν επιδιώκει, δε ζητάει να εντυπωσιάσει. Οι ήρωές της δεν πράττουν εξυπηρετώντας την πλοκή, δεν κινούνται στα άκρα, είναι άτομα του μεσαίου χώρου όπως λέω εγώ, ούτε μαύροι ούτε άσπροι, κινούνται στη σφαίρα του γκρίζου και γι’αυτό είναι πιο αληθινοί και ίσως και πιο ανάγλυφοι,    πλασμένοι από το υλικό της καθημερινότητας, που η συγγραφέας την αποτυπώνει ουδέτερα και απλά χωρίς λογοτεχνικά τερτίπια και εντυπωσιασμούς.
 Βασανίζονται οι ήρωες της Ελένης από περασμένα και παρόντα, εξελίσσονται όμως, καταφέρνουν να κατανοήσουν τον απέναντί τους, γιατί μπόρεσαν κάποια στιγμή και ίσως με μεγάλο κόστος να κατανοήσουν τον εαυτό τους. Και η συγγραφέας τους κατανοεί. Και τους αγαπάει. Και σκύβει με στοργή επάνω τους. Λέει ο Βαλάντης, ο  γερο-παράξενος θυμόσοφος, μιλώντας στην πεθαμένη του κόρη:  «Η μεγάλη δυσκολία, ψυχούλα μου, είναι να τα καταφέρνεις με τον εαυτό σου. Ολοι μας έχουμε την  έμφυτη επιθυμία να προστατεύσουμε τις εμπειρίες μας, τον κόσμο μας, τη λύπη μας, τους φόβους και τις χαρές μας. Και έτσι πρέπει, λένε οι περισσότεροι. Θαυμάζουμε τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τα πάντα με αξιοπρέπεια! Ορθιοι δυνατοί και μόνοι… Γιατί ντρεπόμαστε να είμαστε αδύναμοι, λέω εγώ. Μεγάλη βλακεία, ε; Αφού το μόνο υλικό που κατέχουμε είναι ό,τι έχουμε ζήσει…Ό,τι έχουμε αγγίξει και ό,τι μας έχει πονέσει. Αν αγαπήσουμε τις αδυναμίες μας, θα γίνουμε δυνατοί…»

Και ο μήνας έχει εννιά


«Και ο μήνας έχει εννιά»

Κλασσικό ελληνικό τραγούδι,  λατρεύτηκε από τους Ελληνες, μελωδία με μπρίο και γοργό ρυθμό, τραγουδισμένο από αγαπημένους καλλιτέχνες από το 1953 που ακούστηκε για πρώτη φορά στο έργο «Το σωφεράκι» μέχρι σήμερα.
 Ενδιαφέρουσα η σημειολογία του. Ο ελληνικός λαός βγαίνει από τα δεινά του πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου, ένδεια και στέρηση, κακουχίες και απώλειες, κάθε οικογένεια έχει να θρηνήσει κάποιο νεκρό. Εις πείσμα των καιρών και των καταστάσεων τραγουδάει ο Ελληνας, «…στου διαβόλου τα’γραψα όλα το κατάστιχο και γλεντώ τα νιάτα μου πριν με πιάσει λάστιχο…» Οσο για τα χρήματα, αυτά του φτάνουν για τις πρώτες εννιά μέρες του μήνα, τι θα γίνει μετά, δεν τον νοιάζει, βασικό να περνάει καλά, να ξοδεύει και να ξεδίνει, γιατί ο μεγάλος εχθρός, ο θάνατος, παραμονεύει και μαζί μ’αυτόν και τα γερατειά και η ανημποριά.
 Μόνο που σήμερα με μια τραγική ειρωνεία αντιστράφηκαν οι όροι. Για πάρα πολλές οικογένειες ο μήνας έχει όντως εννιά, για πιο πολύ δε φτάνουν οι περικομμένοι μισθοί και οι κουτσουρεμένες συντάξεις, και το τραγούδι με ανατριχιάζει όπως με βασανίζουν όλα αυτά τα τραγούδια που συνόδεψαν πάθη και παθήματα γενεών, σημάδεψαν και τη δική μου,  κάποια στιγμή όμως γίναν ανεπίκαιρα. Σαν τις ταινίες του ’50 που oι νέοι άνθρωποι τις θεωρούσαν γραφικές και τώρα θα τις βλέπουν για να μπορέσουν να συντηρήσουν  ζωντανή την ελπίδα ότι όπως επιβίωσαν τότε οι παππούδες τους θα μπορέσουν τώρα να επιβιώσουν και αυτοί. 
 Μόνο που ούτε περιμέναμε ούτε ευχόμασταν τέτοιο μέλλον για τα παιδιά μας.
 Τραγούδια της ελπίδας γεμάτη λοιπόν η ελληνική δισκογραφία, αλλά και τραγούδια του καϋμού, της οργής , της αδικίας για την άπονη ζωή που μας πέταξε στου δρόμου την άκρη, για τον ψεύτη κι άδικο ντουνιά που είναι μικρός και δε χωρά τον αναστεναγμό μου, για τις μέρες που πέφτουν  βαριές σαν της βροχής τις στάλες, για τον ουρανό και για τη γη, για τα σύννεφα, τα κύματα , και τα δέντρα κι όλες τις δυνάμεις της φύσης που συμμετέχουν σ’αυτήν την ψυχική ανάταση, μικρή ή μεγάλη, που συντελείται την ώρα  του τραγουδιού. Ή την ώρα του χορού, γιατί αυτός που χορεύει ζεϊμπέκικο, ανοίγει τα χέρια του σαν αετός, και σκύβει και σέρνει τα βήματά του σα να σκοντάφτει, είναι το χώμα που τον ζητάει,  αφού αυτή είναι η μοίρα του, αλλά εκείνος παλεύει να πετάξει ψηλά να αποφύγει το γραμμένο, τεντώνει το στήθος του, το προτάσσει, τι να την κάνω τη χαρά, χαρά στον που την έχει, να την υψώσω στα βουνά, στο κρύο δεν αντέχει…
 Αντέχει, αντέχει, θα τα τραγουδήσουμε ξανά αυτά τα τραγούδια, αυτά θα γίνουν η φωνή μας, θα τα τραγουδήσουμε αληθινά όχι όπως τα τραγουδούσαμε και τα χορεύαμε μέχρι τώρα, που ουσιαστικά τα προδίδαμε γιατί δεν τα’χαμε ζήσει στο πετσί μας, για άλλους ήταν γραμμένα και μεις απλώς απερίσκεπτα διαιωνίζαμε την παράδοση.
Όμως ο ευδαιμονισμός και ο ευτελισμός μας τελείωσαν. Είναι δυο χρόνια που ζούμε την ίδια αμηχανία, έκπληξη, οργή, η χώρα σε καταστολή, οι πολιτικοί σε ατιμωρησία, και μεις φουντωμένοι αλαφιασμένοι φοβισμένοι, ψάχνουμε στηρίγματα, δε βρίσκουμε, ψάχνουμε ηγέτες και αντικρύζουμε ιδιοτέλεια, κούφια γλωσσικά σχήματα και αυτοαποκαλούμενους εθνοσωτήρες. Διαγράφεται κάπου ελπίδα; Θα’ρθει άσπρη μέρα και για μας; Να κάνουμε υπομονή μήπως και ο ουρανός  γίνει πιο γαλανός;
Είναι η ελπίδα που γεννά και τροφοδοτεί την πρόοδο, η ανέλπιδη συνθηκολόγηση τη θάβει για πάντα.  
Δεν είναι εύκολο να βρούμε μέσα στο χάος τους δικούς μας μπούσουλες. Ισως αν τιμωρούνταν κάποιοι υπαίτιοι θα ξαναγεννιόταν μέσα μου το αίσθημα δικαίου που έχει καταρρακωθεί. Μουδιάζω και δεν ξέρω πώς να το πολεμήσω. Γαντζώνομαι στον καιρό στη θάλασσα στον ουρανό, στην απλόχερη ελληνική φύση, προσπαθώ να αλλάξω την πλεύση μου, τις προτεραιότητές μου, ακούω συνειδητά τα παλιά τραγούδια, προσπαθώ να φανταστώ τη ζωή του τότε που μια γεύση της πήρα στα παιδικά μου χρόνια και στην εφηβεία, αλλά είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο. Γιατί μέχρι σήμερα πάλευα με τη γνώση ότι τίποτε δεν είναι δεδομένο και εννοούσα το θάνατο και την αρρώστεια, αυτό που σε γκρεμίζει και αλλάζει αναφανδόν τη ζωή σου. Προστίθεται τώρα, φόβητρο καταλυτικό,  η οικονομική σου σταθερότητα που μπορεί να ανατραπεί απ’τη μια στιγμή στην άλλη. Φεύγει το χαλί κάτω απ΄τα πόδια σου ενώ νόμιζες ότι το΄χες στερεωμένο με ταβανόπροκες. Αμ δε!
Κι όταν δεν αισθάνομαι σιγουριά για το παρόν πώς να φανταστώ το μέλλον; Πότε θα βρεθεί διάδοχο πολιτικό σχήμα να διώξει τις σημερινές ασχημοσύνες, πού είναι ηγέτες με φώτιση αλλά και με αυστηρότητα στα εθνικά μας ελαττώματα;
Τι θα κάνουμε στις εκλογές; Από ποιον θα ζητήσουμε να μας σώσει; Απ’αυτούς που μας δώσαν την κλωτσιά και μας κατρακύλησαν στη χαράδρα; Καλλιεργούμε ακόμα ψευδαισθήσεις;
Αυτές μας τελείωσαν. Χωρίς αυτές θα πάμε στις κάλπες. Αλλά με σύνεση και ψυχραιμία. Και αποφασιστικότητα. Οτι δε θα μας βάλει κάτω, δε θα μας βάλουν κάτω. Κι ο καθένας του στο μικρό του μετερίζι να παλέψει ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς αλλά και στον εχθρό μέσα του. Θα χρειαστούμε χρόνο να αναθεωρήσουμε, να προσαρμοστούμε. Οι γονείς μας τα κατάφεραν, οι παππούδες μας το ίδιο. Θα μπορέσουμε κι εμείς.