Νόρα Πυλόρωφ - Προκοπίου
Βιβλιοπαρουσίαση: Ελένη Μπεντίλα "Οι παραβάτες" , Εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική
Βιβλιοπαρουσίαση: Ελένη Μπεντίλα "Οι παραβάτες" , Εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική
Η
Ελένη στο καινούργιο της βιβλίο που τιτλοφορείται οι Παραβάτες και που
μαζευτήκαμε εδώ για να το γνωρίσουμε τοποθετεί την αφετηρία της πλοκής της στα
ριάλιτις που μάστισαν την ελληνική τηλεόραση αλλά σάρωσαν τα κανάλια με ύψιστα
ποσοστά τηλεθέασης.
Η
μόδα αυτή που ξεκίνησε γύρω στο 2000, δημιούργησε πολλούς προβληματισμούς για
το αν είναι θεμιτό να παραβιάζεται η προσωπική σφαίρα του ατόμου ακόμα και με
τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου. Ευτυχώς μόδα ήταν και πέρασε, στην Ελλάδα
τουλάχιστον, και γλύτωσε η πολύπαθη κουλτούρα μας από ένα ακόμη τηλεοπτικό
εξάμβλωμα, τα ριάλιτις εξακολουθούν όμως να υπάρχουνι ακόμα και σήμερα σε
πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Είναι ενδιαφέρον για το βιβλίο μας να
εξετάσουμε εν συντομία για ποιο λόγο πουλήθηκε και μοσχοπουλήθηκε το εμπόρευμα ριάλιτις
και aν
και κατά πόσον οι συμμετέχοντες υπήρξαν θύματα. Παραπλανήθηκαν τα νεaρά άτομα που συνήθως παίρνουν μέρος
σε τέτοιες εκπομπές; Η ήξεραν καλά τι έκαμναν όταν δέχτηκαν να εκθέσουν τους
εαυτούς τους, τη χαρά, τη λύπη τους, τα συμπλέγματα,
τις μειονεξίες και τις απογοητεύσεις τους βορά στα μάτια ενός ηδονοβλεπτικού,
αδηφάγου κοινού που διεκδικεί ανελέητα κομμάτια απ΄τη ζωή τους, και αυτό μόνο
και μόνο για να κερδίσουν το υψηλό έπαθλο, δηλ. δόξα, χρήματα, επιτυχία.
Επίκεντρο
λοιπόν στο γαϊτανάκι της πλοκής είναι το χρήμα, κινητήριος δύναμη, αξεπέραστο
μέγεθος, μέτρο συναισθημάτων, διότι το εμπόρευμα που τίθεται προς πώληση πίσω
απ΄τον ψεύτικο φτειαχτό, πλαστό κόσμο του γυαλιού είναι οι ροζ ιστορίες που
εκτυλίσσονται στη βιτρίνα των εκπομπών
Σίγουρα
κάποιοι μπήκαν στο παιχνίδι για πλάκα, για το λεγόμενο χαβαλέ, δεν ισχύει όμως
αυτό για το νεαρό ζευγάρι της ιστορίας μας: Η Φένια και ο Πέτρος ξέρουν καλά τι
θέλουν, δεν είναι παραπλανημένοι, ο Πέτρος ζητάει να ξελασπώσει την καταχρεωμένη
οικογένειά του και η Φένια να στερεώσει τη αρχόμενη φήμη της σαν μοντέλο.
Αλλωστε αυτή τη δημοσιότητα επιζητούσε πάντοτε από τα μικρά της χρόνια, και
στην επιθυμία της αυτή βοηθοί και αρωγοί υπήρξαν οι γονείς της, που διακαής τους πόθος ήταν να ξεφύγουν
απ΄την ανωνυμία, να ζήσουν το παραμύθι, να ξεβάψει κι επάνω τους λίγη απ΄τη δόξα
της κόρης τους.
Λίγο
διαφορετικά τα πράματα στην περίπτωση του Πέτρου που μια απρόβλεπτη οικονομική
συγκυρία που έχει σαν αποτέλεσμα την αυτοκτονία του πατέρα του τον ξερριζώνει
απότομα απ’την ανεμελιά της εφηβικής ηλικίας, τον ενηλικιώνει ξαφνικά και του
στερεί τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τα μεγαλεπήβολα εφηβικά όνειρά του να
σώσει την ανθρωπότητα. Μέσα στο σπίτι του τώρα ο Πέτρος δε ζει τίποτε άλλο παρά
το φόβο, την απόγνωση, την απειλή που κρέμεται πάνω απ΄τα κεφάλια ων δικών του
για επικείμενο πλειστηριασμό, αναλαμβάνει λοιπόν έκων άκων το ρόλο του αρχηγού
της οικογένειας, θάβει όλα τα μελλοντικά του σχέδια, καταφέρνει βέβαια να
σπουδάσει, αλλά ρίχνεται στη βιοπάλη για να μπορέσει να σταθεί στο ύψος των
οικογενειακών υποχρεώσεων, να αντιμετωπίσει χρέη, να χρηματοδοτήσει τις σπουδέ ς
του μικρότερου αδελφού, να φροντίσει για την επιβίωση των δικών του.
Η
λύση των πενήντα εκατομμυρίων λοιπόν του έρχεται σα θεόσταλτη ευκαιρία. Υπό την
προϋπόθεση φυσικά να νικήσει. Όταν αντιλαμβάνεται ότι οι πιθανότητες είναι
λίγες, σοφίζεται τη λύση του μισά-μισά, μόνο που κάνει λογαριασμό χωρίς τον
ξενοδόχο, ο έρωτας του στήνει δόκανο, στήνει και στους δυο τους την παγίδα του.
Κι εκεί μπλέκονται τα πράγματα. Τα χρήματα μπαίνουν ανάμεσά τους, οι παρεξηγήσεις, η έλξη παλεύει
με την καχυποψία, συγχρόνως όμως συντελείται ανεπαίσθητα και στους δύο μια
αλλαγή προτεραιοτήτων, η Φένια μετά τη νίκη της αποφεύγει τη δημοσιότητα, δε τη
θέλει τη χρυσόσκονη, ονειρεύεται άλλα πράγματα, πράγματα που φτειαχνουν τα
χέρια, πλουμίδια πάνω σε ύφασμα, κεντήματα, χρωματιστές μεταξωτές κλωστές. Ο
Πέτρος πάλι βιώνει για δεύτερη φορά να γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω του και να τον
προδίδει η πραγματικότητα. Και βέβαια και ο εαυτός του που παραπαίει ανάμεσα
στα πρωτόγνωρα σκιρτήματα του έρωτα και την τρέλα του να αποκτήσει με κάποιο
τρόπο το ποσό του επάθλου και ας είναι και το μισό.
Κι
έτσι αρχίζει μια σειρά από διαδοχικές παρεξηγήσεις και ιντρίγκες.
Πλαστοπροσωπίες τις ονομάζει η συγγραφέας, εκβιασμοί στην πραγματικότητα, που
δεν μας ξενίζουν. Δεν αγανακτούμε, αντίθετα νιώθουμε ίσως μια κρυφή
ικανοποίηση, όταν συσπείρωνονται δυο
μικροί Δαβίδ ενάντια στον πανίσχυρο Γολιάθ, που είναι το κανάλι και η Παραγωγή
που η συγγραφέας για ευνοήτους λόγους τη γράφει με μεγάλο Π σαν το Μεγάλο
Αδελφό. Και αυτό βέβαια νομίζω ότι κάτι σημαίνει: ότι αισθανόμαστε έντονη τη
χειραγώγηση από τα τηλεοπτικά κανάλια που μας σερβίρουν αυτά που υποτίθεται ότι
θέλουμε να δούμε, γιατί αυτοί ξέρουν καλύτερα τι είναι καλό και ωφέλιμο για
μας.
Συνεργοί
σ’αυτό το παιχνίδι της εξαπάτησης ο Πέτρος με τον Βαλάντη και έμμεσα και ο
σκηνοθέτης Μπάλτας.
Περιφερειακές
φιγούρες οι δυο τελευταίοι, εγκλωβισμένοι στα προσωπικά τους αδιέξοδα,
πονεμένος ο Βαλάντης απ΄τον άδικο χαμό της κόρης του, αποκομμένος σα σύζυγος
και πατέρας από τα οικεία του πρόσωπα, με το στίγμα των ανεκπλήρωτων επιθυμιών
σημαδεμένος ο σκηνοθέτης, ένα δίδυμο που συμπληρώνει ο ένας τον άλλο, μαζί και χώρια, μια σχέση που
πάει να γίνει ουσιαστική αλλά δε γίνεται, σε μια Αθήνα γκρίζα, κουρασμένη και
φοβισμένη χωρίς εκτυφλωτικό φως, σε περιβάλλον μεσοαστικό ο ένας, σε μια γειτονιά που φθίνει και χάνεται ο άλλος.
To σκηνικό αλλάζει και κάποια στιγμή
τόσο οι πρωταγωνιστές όσο και οι δευτεραγωνιστές μεταφέρονται από την άπνοια
της αδιέξοδης μεγαλούπολης στο άπλετο φως της ηφαιστειογενούς Νίσυρου.
Μαγκωμένοι
και ψυχοπλακωμένοι ψάχνουν οι ήρωες μας να ξεφύγουν, και καταφεύγουν στο νησί-βράχο-ηφαίστειο που όπως
μας πληροφορεί η συγγραφέας κρατάει αιχμαλωτισμένο το Γίγαντα Πολυβιώτη που
βογκάει κάτω από το βάρος της πέτρας και βγάζει λάβα και φωτιά.
Άλλος κόσμος εδώ, περιέργεια αλλά
καλοπροαίρετη, νοικοκυρωσύνη, πάστρα, αφοπλιστική εμπιστοσύνη στο διπλανό.
Σμίγουν
στο νησί ο Πέτρος και η Φένια και μιλάνε, για περασμένα και τωρινά, η φύση τους κυκλώνει ευεργετικά, γίνεται
καταλύτης για όλα αυτά που τους έχουν πονέσει, για τις ανεπάρκειες και τις
ελλείψεις τους, για τις τρύπες που χάσκουν μέσα τους και δε λένε να κλείσουν, η
Φένια για τις κακές επιλογές της, για την επιφανειακή ζωή που ζούσε μέχρι τώρα,
ο Πέτρος για το ότι δε στάθηκε όπως ίσως θα’πρεπε στον πατέρα του και δεν τον
απέτρεψε από το απονενοημένο βήμα της απελπισίας.
Το
ακούμπισμα της φύσης τους αναζωογονεί, η κρυστάλλινη θάλασσα τους ηρεμεί, η επαφή με τα μυστήρια του ηφαιστείου
κάνει τη Φένια να αντιμετωπίσει τα συναισθήματά της για το Πέτρο, να σταθεί
αντιμέτωπη με τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος που σφράγισαν το χαρακτήρα
της και την οδήγησαν να κατατρέχεται από τον τρόμο της ομορφιάς και ψάχνοντας
να βρει αυτή τον άντρα που δε θα την πληγώσει να καταλήγει σε κακές ακατάλληλες
επιλογές.
Το
χρήμα όμως μπαίνει ακόμα μια φορά ανάμεσά τους, η τελική σύγκρουση δεν αργεί
να’ ρθεί. Τη συνέχεια θα τη διαβάσετε στο βιβλίο…Εγώ δεν προδίδω τίποτε άλλο…
Στο
επιμύθιο η Ελένη οριοθετεί ξανά τα χρονικά πλαίσια της συνέχειας της ιστορίας,
συγκρίνει την μικροιστορία των δικών μας παραβατών, των συγκεκριμένων, με τους
παραβάτες του συστήματος στη Μεγάλη Ιστορία, αυτούς που σηκώνουν κεφάλι και δεν
υποτάσσονται και πληρώνουν φυσικά το τίμημα, πολλές φορές με το ίδιο τους το
αίμα.Οι δικοί της παραβάτες περνάνε από σαράντα κύματα. Θα βρουν την ευτυχία;
Θα τιμωρηθούν για την αποκοτιά τους;
Το
μυθιστόρημα της Ελένης γοητεύει τον αναγνώστη. Είναι γρήγορο, γραμμική αφήγηση,
με ζωντανούς καλοδουλεμένους διαλόγους. Η γλώσσα γάργαρη, απροσποίητη, αβίαστη.
Η Ελένη διαθέτει ένα σπάνιο προτέρημα, και στην προσωπική της ζωή, και στη
φωτογραφική της δουλειά αλλά και στον τρόπο που αντιμέτωπίζει τη γραφή της:
είναι ανεπιτήδευτη, δεν προσποιείται, δεν επιδιώκει, δε ζητάει να εντυπωσιάσει.
Οι ήρωές της δεν πράττουν εξυπηρετώντας την πλοκή, δεν κινούνται στα άκρα,
είναι άτομα του μεσαίου χώρου όπως λέω εγώ, ούτε μαύροι ούτε άσπροι, κινούνται
στη σφαίρα του γκρίζου και γι’αυτό είναι πιο αληθινοί και ίσως και πιο
ανάγλυφοι, πλασμένοι από το υλικό της
καθημερινότητας, που η συγγραφέας την αποτυπώνει ουδέτερα και απλά χωρίς
λογοτεχνικά τερτίπια και εντυπωσιασμούς.
Βασανίζονται οι ήρωες της Ελένης από περασμένα
και παρόντα, εξελίσσονται όμως, καταφέρνουν να κατανοήσουν τον απέναντί τους,
γιατί μπόρεσαν κάποια στιγμή και ίσως με μεγάλο κόστος να κατανοήσουν τον εαυτό
τους. Και η συγγραφέας τους κατανοεί. Και τους αγαπάει. Και σκύβει με στοργή
επάνω τους. Λέει ο Βαλάντης, ο γερο-παράξενος
θυμόσοφος, μιλώντας στην πεθαμένη του κόρη:
«Η μεγάλη δυσκολία, ψυχούλα μου, είναι να τα καταφέρνεις με τον εαυτό
σου. Ολοι μας έχουμε την έμφυτη επιθυμία
να προστατεύσουμε τις εμπειρίες μας, τον κόσμο μας, τη λύπη μας, τους φόβους
και τις χαρές μας. Και έτσι πρέπει, λένε οι περισσότεροι. Θαυμάζουμε τους
ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τα πάντα με αξιοπρέπεια! Ορθιοι δυνατοί και μόνοι…
Γιατί ντρεπόμαστε να είμαστε αδύναμοι, λέω εγώ. Μεγάλη βλακεία, ε; Αφού το μόνο
υλικό που κατέχουμε είναι ό,τι έχουμε ζήσει…Ό,τι έχουμε αγγίξει και ό,τι μας
έχει πονέσει. Αν αγαπήσουμε τις αδυναμίες μας, θα γίνουμε δυνατοί…»