Δώδεκα μέρες υπολείπονται για την αλλαγή του χρόνου και για πρώτη φορά στη ζωή μου παλεύω να διατηρήσω την έμφυτη αισιοδοξία μου να μη με βάλει η κατάσταση από κάτω. Θλίβομαι όταν διασχίζω κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης και βλέπω το ένα άδειο μαγαζί δίπλα στο άλλο και αναρωτιέμαι πόσα νοικοκυριά κλονίζονται με κάθε λουκέτο που μπαίνει, τρία, τέσσερα, παραπάνω; Και άντε να υπάρχει και δεύτερος εργαζόμενος στην οικογένεια… Κι αν δεν; Πόσοι θα ζήσουν φέτος διαφορετικά Χριστούγεννα από πέρσι και πολύ διαφορετικά από πρόπερσι;
Πώς είναι ένας άντρας στα σαράντα του, στα πενήντα, κιμπάρης και αξιοπρεπής, να μένει άνεργος, και οι ελπίδες του για μια καινούργια θέση να είναι ανύπαρκτες;
Πώς τα βολεύει με τον εαυτό του, με την αδικία που υφίσταται και που δεν μπορεί να την αποδώσει σε συγκεκριμένο πρόσωπο ώστε να στρέψει προς τα εκεί την αγανάκτησή του; Πώς να συντηρήσει την αυτοεκτίμησή του όταν το σαράκι της μειονεξίας τον κατατρώει από μέσα του;
Πώς να κουμαντάρει την επιθετικότητα που του βγαίνει χωρίς να το καταλαβαίνει και που στοχεύει στους πιο κοντινούς του, στη γυναίκα του και στα παιδιά του;
Πώς να παλέψει αυτή τη ρευστή ασαφή κατάσταση, που ναι, ένα μικρό-μικρό μερίδιο της ευθύνης φέρει κι αυτός σαν πολίτης της χώρας, σαν όλους εμάς που γίνaμε δούλοι της απληστίας μας χωρίς να προβάλλουμε την παραμικρή αντίσταση, ευήκοοι στα καλέσματα των σειρήνων που προσέφεραν αφειδώς δάνεια για πάσα χρήση ακόμα και για διακοπές, για ανανέωση της επίπλωσης ή της γκαρνταρόμπας, ακόμα και για δεξίωση γάμου; Πώς θα ζήσει από δω και πέρα με το ζοφερό και άδηλο μέλλον του, και με τον τρόμο και τον πανικό που του πουλάνε τα μέσα ενημέρωσης; Πώς θα ανεχθεί την ηθική διάβρωση των κομμάτων και τον πολιτικών που για πολλά χρόνια διαφέντευαν τη μοίρα του και τον οδήγησαν στην τωρινή κατάληξη;
Κλυδωνίζεται το καράβι, κλυδωνίζεται ο λαός ανάμεσα στα αισθήματα ενοχής – όλοι μαζί τα φάγαμε και αφού τα φάγαμε όλοι μαζί, μοιραζόμαστε την ευθύνη, όταν όλοι ένοχοι, στην πραγματικότητα ένοχος κανένας -,στα αισθήματα καταρράκωσης και, ντροπής – είμαστε το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης, ο φτωχός συγγενής, το παράδειγμα προς αποφυγή -, ανάμεσα σε κόμματα προσωποπαγή, εγωκεντρικά, προσανατολισμένα στο απόλυτο Τώρα και στα προσωρινά ωφέλη.
Νιώθω τσαλακωμένη, παραπλανημένη. και επαπειλούμενη: Τσαλακωμένη στην περηφάνεια μου σαν Ελληνίδα, που η Γερμανίδα φίλη μου στην οποία αναγκάζομαι να απολογούμαι για το ότι ο μέσος συμπατριώτης της φορολογούμενος πληρώνει τη σύνταξή μου, προσφέρεται να μου πληρώσει τον καφέ, «μια που τώρα δεν έχετε λεφτά…»
Παραπλανημένη γιατί έζησα σε μια φούσκα από μισοψέμματα και μισοαλήθειες, επαναπαύθηκα στις εύκολες εξηγήσεις και δε διέκρινα τα σημάδια της μπόρας που κάλπαζε ολοταχώς πάνω απ’τα κεφάλια μας.
Επαπειλούμενη γιατί η μοίρα μου εξακολουθεί να βρίσκεται στα χέρια αυτών που με εξαπάτησαν, με διέβαλλαν, με κούφαναν με τα ηχηρά ρητορικά τους σχήματα. Κι εγώ βολεύτηκα και τους άφησα.
Όμως ως εδώ. Κάτω απ’όλα αυτά κάπου εκεί κρυμμένη υπάρχει η άλλη Ελλάδα, η πατρίδα μου, οι δυνατοί της άνθρωποι που ζυμώθηκαν με ήλιο και με θάλασσα και με αγώνες σκληρούς, με φτώχεια αλλά αξιοπρέπεια, με αξίες αμετακίνητες. Αυτή η πατρίδα αγνοείται, αυτή την πατρίδα θέλω να βρω. Να ξαναγυρίσω στο λιτό τρόπο που μεγάλωσα, στις μικρές χαρές που δεν έχουν σώνει και καλά να κάνουν με χρήμα και γκλαμουριά, να μοιραστώ με άλλους την αγωνία μου, να συσπειρωθώ μ’όλους αυτούς που μετουσιώνουν την σιωπηλή οργή τους σε μια καινούργια αποφασιστικότητα, στιβαρή και σοβαρή, για ένα πάντρεμα της παλιάς ικανότητας μας για επιβίωση με τις νέα δεδομένα, χωρίς όμως τους βρόγχους που μας βάλανε και βάλαμε θηλειά γύρω απ’το λαιμό μας. Χωρίς αυτούς. Στο χέρι μας είναι.
Καλή σας χρονιά!