Kείμενο για το βιβλίο «Συνένοχοι»
Ο συγγραφέας διαθέτει ένα συρτάρι με κλειδί και κλειδαριά, όπου συσσωρεύει διάφορα από το παρελθόν του, μικρά πράγματα και μεγάλα που δεν μπορεί ή ενδεχομένως δε θέλει να πετάξει και τα κρατάει. Μνήμες, βιώματα, εικόνες από παιδική ηλικία, τραύματα και αδιέξοδα, απώλειες και απόρριψη. Και ενοχές. Οσες φορές και να επιχειρεί να τους βάλει τάξη, να καταλάβει κι αυτός, τα αντικείμενα μες στο συρτάρι ανθίστανται. Εχουν αυτήν την τάση. Είναι στη φύση τους.
Εγώ αυτό το συρτάρι δεν το πολυπειράζω, το φοβάμαι για να’μαι ειλικρινής. Κάποτε το’ψαχνα με τρόμο, με λαχτάρα, ζητούσα απαντήσεις στο «γιατί» και στο «πώς έτσι». Tώρα βολεύομαι με τη γραφή.
H μνήμη όμως επιτίθεται. Κατά καιρούς. Όταν αυτή αποφασίζει και θέλει. Ετσι έγινε και με τους «Συνένοχους». Ένα θραύσμα υπήρχε. Ξεχασμένο σαν από αιώνες πριν. Ζήτησε μερτικό. Επίμονα. Μπλέχτηκε με τη μυθοπλασία κι έγινε το βιβλίο.
Ένα βιβλίο με πέντε πρωταγωνιστές που έχουν να παλέψουν με τις ενοχές τους, επειδή αδιαφόρησαν, λιποψύχησαν, ολιγώρησαν, όταν το κακό συντελέστηκε μπροστά στα μάτια τους. Τις στρίμωξαν αυτές τις ενοχές μαζί με τις άλλες που είχαν συσσωρευτεί μέσα τους από τα μικρά τους χρόνια. Εύκολα την κοιμίζεις τη συνείδηση, για λίγο. Πόσο λίγο εξαρτάται από τον κάθε άνθρωπο. Οι ενοχές είναι ύπουλος αντίπαλος και ο μηχανισμός τους συντρίβει την ψυχή.. Ο,τι ήταν οικείο και καθημερινό γίνεται απειλητικό.
Ο αναγνώστης νιώθει ότι κινείται σε τεντωμένη κλωστή. Όπως οι ήρωες του βιβλίου που κάποια στιγμή σε κερδίζουν, κάποια άλλη σε απωθούν και πολλές φορές μένεις αμήχανος και αναποφάσιστος. Kaι τότε αναρωτιέσαι, προσπαθείς να ζυγίσεις, να εξιχνιάσεις, να αναλύσεις. Όπως και στη ζωή. Που όλοι είμαστε κι αυτό κι εκείνο και το ενδιάμεσό τους.
Επάλληλες οι επί μέρους ιστορίες των ηρώων συμπλέουν, διασταυρώνονται, αποκλίνουν μεταξύ τους, μπλέκονται όμως στα γρανάζια της μεγάλης Ιστορίας που ορίζει τη μοίρα τους.
Κοινός τόπος το παρελθόν τους, που είναι εκεί, αμετακίνητο και αδωροδόκητο και τους κυνηγάει όλους. Και όταν αρχίζουν και έρχονται οι επιστολές, ανώνυμες και χωρίς λέξεις, μικρές ακουαρέλες που απεικονίζουν ηλιοτρόπια και αργότερα πρόσωπα χωρίς χαρακτηριστικά, πρόσωπα-κραυγές, αντιλαμβάνονται και οι πέντε ότι ήρθε η ώρα να πληρώσουν, Πως οι εφιάλτες που τους στοίχειωναν στα όνειρά τους παίρνουν σάρκα και οστά. Για την ολιγωρία τους τόσα χρόνια πριν, για όλα αυτά που τους έκαναν να αποτύχουν σαν άνθρωποι, για τις ρωγμές και τις αναπηρίες τους, για έρωτες καταλυτικούς και έρωτες που διαψεύστηκαν, μωρά-εμπόδια που θυσιάστηκαν στο βωμό των προσωπικών επιλογών, για πατέρες που προκαλούν φρίκη ή ντροπή, για μητέρες που τα όνειρα τις κάνουν γυναίκες στα μάτια των γιων τους, για ενδοοικογενειακή απόρριψη που οδηγεί σε εγκληματική ενέργεια, για φθόνο, πλεονεξία, ιδιοτέλεια, αναξιότητα.
Το θύμα, έμεινε αδικαίωτο, όπως οι περισσότερες αδικίες που δεν τιμωρούνται γιατί δεν εμπίπτουν στο γράμμα του νόμου.
Όταν η Φελίτσια, η έκτη πρωταγωνίστρια και πέτρα του σκανδάλου από θύμα γίνεται θύτης και αποφασίζει να ασκήσει δικαιοσύνη, το ταξίδι για τους πέντε ενόχους-συνενόχους γίνεται απίστευτα οδυνηρό γιατί αναγκάζονται να δουν τον εχθρό μέσα τους που τους οδήγησε και στην προσωπική τους ζωή σε λάθος μονοπάτια.
Η αδικημένη, σα Νέμεση, παίρνει την εκδίκησή της, λεηλατεί τις ψυχές αυτών που την κατέστρεψαν βγάζοντας στο φως όλα τα μικρά και μεγάλα ανομήματά τους, θρυμματίζοντας τις βεβαιότητές τους, τους αφήνει να βουλιάξουν χωρίς να τους δείχνει να υπάρχει πουθενά αντίπερα όχθη.
Δοκίμασα τα όριά μου σα συγγραφέας σ’αυτό το βιβλίο. Οσο μεγαλώνω βλέπεις αυτά μετατοπίζονται, αλλάζουν μορφή, χειραφετούνται. Τα άφησα λοιπόν να με οδηγήσουνε. Αν δεν υπάκουα στο κάλεσμά τους, θα ξεθώριαζαν και θα’ταν σα φωτογραφίες που εκτέθηκαν σε υπερβολικό φως και χάθηκαν σιγά σιγά.
Αυτήν την καταγραφή τουλάχιστον τη χρωστούσα στους έξη ήρωές μου.