Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Χριστουγεννιάτικο διήγημα, Τέταρτος Οροφος



Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου

Xριστουγεννιάτικο διήγημα
Δημοσιεύτηκε στη Ραδιοτηλεόραση, Τεύχος 2236
21-27/12/2012
12+1 Ιστορίες για το 2013

Τέταρτος όροφος
Κάθε μέρα που περνούσε δυσκολευόταν πιο πολύ να ανέβει τα τέσσερα πατώματα μέχρι το διαμέρισμα της πεθεράς του. Παλιότερα δε νοιαζόταν, έβλεπε τις επισκέψεις σαν αναγκαίο κακό, μια στις τόσες, να μάθουν τα παιδιά να σέβονται τους ηλικιωμένους. Θα πάμε στον τέταρτο, ωχ πάλι, ήρθε η μέρα, μιλούσε συνθηματικά με τη γυναίκα του, για να μην καταλαβαίνουν τα μικρά. Και όλο με το σεις και με το σας στη γρια, δεν την χώνευε, δεν τον χώνευε, αλλά συμβίωναν, γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή. Τον θεωρούσε παρακατιανό, τη θεωρούσε κακίστρω, καβαλημένη, κόρη στρατηγού βλέπεις, ξεπεσμένη βέβαια, ξεκοκκάλισε στο χαρτί όλη την περιουσία του μπαμπά της, μηδαμινή η προίκα που’δωσε στην κόρη της σε σχέση μ’αυτά που έφαγε. Δεν τον πείραζε, αγαπούσε τη γυναίκα του, μαζί φτειάξαν τη μεζονέτα στην Πυλαία, δίπλα του πάντα, αντράκι, δουλευταρού.
Μόνο που δεν έφτασε αυτό. Πρώτη απολύθηκε από τη μεταφορική που δούλευε. Αρχισαν τα δύσκολα. Κι όταν ήρθε κι η αρρώστεια, το πούλησε το σπίτι για να τη σώσει. Και πήγαν να μείνουν στην πεθερά, στην Aνω Πόλη, στη Ρακτιβάν δίπλα, πολυκατοικία του ’60, πέντε πατώματα, ξένοι οι περισσότεροι απ΄τους ενοίκους, χωρίς ασανσέρ, ξεφλουδισμένοι οι σοβάδες και η εξώπορτα σκουριασμένη και δεν κλείνει ποτέ. Και η στρίγγλα να το παίζει κόμισσα και μέγας ευεργέτης, κάτω απ’τη γλώσσα της η φράση, το ψωμί μου τρώτε. Ο ένας πάνω στον άλλο. Τα παιδιά κοιμούνται  στο μεγάλο κρεβάτι με τη μάνα τους, κι αυτός στο σαλόνι με τη γρια να τον ελέγχει απ΄την ανοιχτή πόρτα του δικού της δωματίου και να τον σουβλίζει με το μοχθηρό βλέμμα του ψαριού.  Για σεξ ούτε λόγος.
Λίγο μετά τα περασμένα Χριστούγεννα μετακόμισαν, είχαν πει, προσωρινά, μήπως και έβρισκε και δεύτερη δουλειά. Χθες του ανήγγειλαν και τη δική του απόλυση. Και οι σκάλες ατελείωτες και τα ζεμπίλια όλο και πιο ελαφριά και τα Χριστούγεννα φτάνουν και τα παιδιά δεν ξέρουν από κρίση και απολύσεις και από αρρώστειες, και από βλέμματα τσιγκούνικα και χείλη σφιχτοκλειδωμένα, απορημένα ψάχνουν δεντράκι, μπαλίτσες και φωτάκια, γράφουν τα μαθήματά τους στο μικρό καθιστικό πάνω στο τραπέζι με το κρεμεζί τραπεζομάντηλο που είναι σαν ξεραμένο αίμα και αναρωτιούνται αν θα πάρουν δώρο φέτος. Προσπαθούν να παίξουν όσο πιο σιωπηλά γίνεται γιατί η Φαρισαία βλέπει το κανάλι της εκκλησίας και έχει γυρίσει την ένταση στο διαπασών,  ενοχλείται από τους εισβολείς στη ζωή της, τον άχρηστο γαμπρό της, την άμυαλη κόρη της κι αυτά τα δύο ανάγωγα φασαριατζίδικα παιδιά που έχει για εγγόνια.
Στη σκάλα ο Αλβανός του λέει αν θέλει να κάνει τον Αη Βασίλη στο εμπορικό κέντρο στη Τσιμισκή. Σκέφτεται ότι έχει τελειώσει Πανεπιστήμιο, αλλά δεν τον παίρνουν τέτοιες σκέψεις και πηγαίνει. Αλλωστε παρηγοριέται ότι δε θα τον αναγνωρίσει κανένας έτσι όπως θα’ναι με τα γένια και το σκούφο.
Με την είσπραξη στην τσέπη, με δώρα για όλους και για τη γρια στρίγγλα, με ένα κιλό μοσχάρι, μελομακάρονα και μουρταδέλα ανεβαίνει πάλι τα σκαλιά για τον τέταρτο, αγκομαχάει, σκαλί και βαθιά ανάσα, και δε λένε να τελειώσουν τα καταραμένα, και ο τέταρτος κάπου ψηλά ανάμεσα στα σύννεφα, ο σφάχτης στο μέρος της καρδιάς τον διαπερνάει στο κεφαλόσκαλο του τρίτου. Μένει εκεί, σφίγγοντας στο στήθος του τα καλούδια των Χριστουγέννων.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Συνέντευξη στον Εξώστη


Συνέντευξη στο Corfu Channel το Μάρτιο


Διαφημιστική καταχώρηση ΒΗΜΑ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Διαφημιστική καταχώρηση ΒΗΜΑ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ . ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2012

Συνέντευξη στο Corfu Channel το Μάρτιο


http://youtu.be/c5Kc_gJqpOM

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Συνέντευξη στον Αδέσμευτο Τύπο






1.     Πώς προέκυψε η ανάγκη για συγγραφή;  -Πορτραίτο σας.  Ποιά ήταν η κυρίως δουλειά σας, οικογενειακή κατάσταση, ποιός σας ενθάρρυνε να γράψετε κλπ...-


Εργάστηκα όλα τα εργάσιμα χρόνια μου σαν καθηγήτρια Γερμανικών στο Ινστιτούτο Goethe, όπου δίδαξα κυρίως γερμανική λογοτεχνία και μετάφραση. Συγχρόνως μετέφρασα και δημοσίευσα από τα γερμανικά μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση δοκίμια.
Μου’κανε κέφι η δουλειά μέσα στην τάξη, έδινα κι έπαιρνα, αλλά όσο πιο πολύ το σκέφτομαι, καταλήγω ότι εισέπραξα πολύ περισσότερα απ’ό,τι προσέφερα και αυτά που αποκόμισα μου άνοιξαν καινούργια μονοπάτια, αυτά της συγγραφής.

2.   'Η ανάσα στο σβέρκο', τι πραγματεύεται;

-Η οποία όμως ξεκίνησε τυχαία και συμπτωματικά. Δε με φαντάστηκα ποτέ σα συγγραφέα, αυτό όμως φαίνεται δούλευε μέσα μου, οι ήρωες είχαν αποταμιευτεί στην τράπεζα της μνήμης μου κάποια στιγμή στο παρελθόν, αυτοί ή κάποιοι σαν αυτούς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αληθινοί. Στριμώχτηκαν λοιπόν κάποια στιγμή να βγουν στην επιφάνεια μαζί με εικόνες, ήχους, λέξεις,  κι εγώ απλώς τους ανέσυρα, τους ζωντάνεψα, τους σμίλεψα, προσέθεσα και αφαίρεσα, έπλασα την πλοκή και τη μοίρα τους.

3.  Ποιά ήταν η πηγή έμπνευση σας;

-Από δύο αφετηρίες ξεκίνησα την «Ανάσα στο σβέρκο». Ηθελα πρώτον να αξιοποιήσω μυθιστορηματικά την τύχη των Ελλήνων εθελοντών που πολέμησαν στον Ισπανικό Εμφύλιο το 1936 και χάθηκαν οι περισσότεροι, αποσιωπημένοι από την επίσημη Ελληνική Ιστορία.  Δεύτερον ήθελα να αποδείξω ότι το κακό ενδημεί μέσα σε όλους τους ανθρώπους και είναι θέμα συνθηκών να βγει στην επιφάνεια. Ετσι και στη ζωή. Που είμαστε κι αυτό κι εκείνο και το ενδιάμεσό τους.

4.  Πού πιστεύετε ότι οφείλεται  η επιτυχία του μυθιστορήματος;
-Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται η Λόη, από ένα φτωχοχώρι της Δράμας, κόρη ενός καταρρακωμένου αριστερού, εθελοντή στον Ισπανικό Εμφύλιο που προδίδεται από το κόμμα και από την ιδεολογία του, μπουζουκτσή και μπουλουκτσή, άνδρα όμορφου που «λαβώνει και παλαβώνει τις γυναίκες», που μεταμορφώνεται όμως, όταν ακυρώνοντα όλα τα οράματά του, σε βίαιο και καταπιεστικό δυνάστη για την πολυμελή οικογένειά του για την οποία αδιαφορεί  και την οποία συντηρεί, τρελά ερωτευμένη με τον άντρα της, δουλεύοντας αναντίρρητα σα σκυλί, η μάνα της Λόης.
Τραυματικό το παρελθόν της Λόης λοιπόν και προβληματικό το παρόν της. Με μοναδικά όπλα την ομορφιά και την ευστροφία της ακολουθεί τη δική της αυτόνομη πορεία έξω από τις νόρμες του καθωσπρεπισμού. Ούτε όταν, διαφαίνονται καλύτερες συνθήκες με τον φαινομενικά επιτυχημένο γάμο της με το Μηνά, πετυχημένο αρχαιολόγο, που τη βγάζει από την ένδειά της, από τις λaϊκές και τις καντίνες που δουλεύει, ούτε και τότε σταματάει η αυτοκαταστροφική της μανία για  εφήμερες γνωριμίες, που της δίνουν την ψευδαίσθηση ότι ορίζει τη ζωή της και δεν απειλείται από τη φωτιά του ανεξέλεγκτου έρωτα, από την ανάσα στο σβέρκο. Μόνο που αυτός, ο έρωτας, παραμονεύει και διασταυρώνεται μαζί της. Τι θα κάνει τώρα η Λόη ανάμεσα σε σύζυγο και εραστή; Ανάμεσα στους βαθύτατους φόβους της και στην ερωτική παραφορά;
Η Λόη δεσπόζει στο βιβλίο, διχάζει τους αναγνώστες με την αμφισημία της, τους κερδίζει και τους χάνει, τη λυπάσαι τη Λόη, τη συμπονάς, την απορρίπτεις με το δείκτη τεντωμένο σε μια απόπειρα ηθικολογικής προσέγγισης, την απεχθάνεσαι κάποιες στιγμές, κάποιες άλλες σε κερδίζει όμως με τη γενναιότητά της,  τις μάχες που δίνει ενάντια στο περιβάλλον και στον εαυτό της. Η Λόη δεν παριστάνει, δεν προσποιείται, δεν επιδιώκει να γίνει αγαπητή, η Λόη είναι. Κι αυτό τα λέει όλα.

5.   Είναι το πρώτο εμπλουτισμένο ηλεκτρονικό βιβλίο.  Μιλήστε μας γι'  αυτή την καινοτομία και τι προσδοκάτε απ΄ αυτό;  Ποιά στοιχεία διαφορετικά απ΄ τα άλλα βιβλία των εκδόσεων 'Ψυχογιός' πληρούσε το βιβλίο ώστε να σας προτείνουν  να γίνει ηλεκτρονικό;

-Οντως είναι το πρώτο εμπλουτισμένο
e-book στην Ελλάδα και επιλέχθηκε για τον μεγάλο πλούτο πληροφοριών που περιέχει.

6.  Ενα ηλεκτρονικό βιβλίο  διαβάζεται με την ίδια χαλαρότητα όπως το χειροπιαστό; Δηλαδή, πιστεύετε  ότι ο κλασικός αναγνώστης που διαβάζει ένα βιβλίο είτε ξαπλωμένος στην παραλία, είτε στο κρεβάτι του, θα έχει την  ίδια άνεση ν'  ανταποκριθεί στο κάλεσμα του ηλεκτρονικού μυθιστορήματος μέσα από ένα λάπτοπ ή το ipad ; 

-Και οι δύο δυνατότητες προσέγγισης έχουν τα υπέρ και τα κατά. Στην αρχή σα φανατική παραδοσιακή αναγνώστρια ήμουν ενάντια στα
e-books. Όταν έπιασα για πρώτη φορά i-pad στα χέρια μου και καταπιάστηκα να διαβάσω μυθιστόρημα, πρέπει να ομολογήσω ότι πολύ το απόλαυσα. Αλλιώτικο, αλλά ωραίο!   

7.  Ποιά είναι τα επόμενα συγγραφικά σχέδια σας;

-Εχω στα σκαριά κάτι καινούργιο.



                                                                

Εμπλουτισμένο e-book Η ΑΝΑΣΑ ΣΤΟ ΣΒΕΡΚΟ

Εμπλουτισμένο e-book Η ΑΝΑΣΑ ΣΤΟ ΣΒΕΡΚΟ

ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!!!

ΝΟΡΑ ΠΥΛΟΡΩΦ-ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ

Εμπλουτισμένο e-book Η ΑΝΑΣΑ ΣΤΟ ΣΒΕΡΚΟ
Εκδότης: ΨΥΧΟΓΙΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Τιμή Πώλησης: 15,99 €
Κατηγορία: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Ημ. Έκδοσης: 11/07/2012
Ηλικία: 18+
ISBN: 978-618-01-0015-0
Σελίδες: 496
Βιβλιοδεσία: ΑΔΕΤΟ



Ανάμεσα στους Έλληνες εθελοντές που πολέμησαν στον Ισπανικό Εμφύλιο είναι και ο Αρίστος, ο πατέρας της Λόης, ο ήρωας των μαχών, ο ομορφάντρας που λαβώνει τις καρδιές των γυναικών. Τι κληροδοτεί όμως στα παιδιά του; Πόσο τα σημαδεύει; Και θα καταφέρει ποτέ η Λόη να ξεφύγει από το τέλμα όπου τη βούλιαξαν τα μικρά και μεγάλα οικογενειακά κρίματα; 

Αυτοεξόριστη από κάθε μορφή αγάπης, προδίδει τον άντρα της, νομίζοντας ότι έτσι ορίζει τον εαυτό της όπως αυτή θέλει και ότι δε θα αναγκαστεί και η ίδια, όπως η μητέρα της, να υποπέσει στο θανάσιμο αμάρτημα του έρωτα. Σημαδεμένη από πάθη και λάθη, δέσμια του παρελθόντος των γονιών της, θα παλέψει για να φτιάξει έναν καινούργιο εαυτό. Μόνο που ο έρωτας της κόβει το δρόμο, κι εκεί αρχίζει η τρέλα και η παραφορά.
Τι τίμημα πρέπει να πληρώσει και ποιο είναι το μερτικό της δικής της ευθύνης για τη δραματική κατάληξη;
Ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, όπου η μοίρα των ηρώων διαμορφώνεται, παραβιάζεται και ισοπεδώνεται από τον έρωτα και από τη Μεγάλη Ιστορία, αυτή που κατευθύνει και κινεί τους ανθρώπους σαν άβουλα όντα σε ένα παράλογο θεατρικό έργο.
Περιλαμβάνει:
§συνέντευξη με τη συγγραφέα
§video με ιστορικά ντοκουμέντα
§πλούσιο φωτογραφικό υλικό
§ενσωματωμένα links με επιπλέον πληροφορίες

Συνέντευξη στον Αδέσμευτο Τύπο

 1.     Πώς προέκυψε η ανάγκη για συγγραφή;  -Πορτραίτο σας.  Ποιά ήταν η κυρίως δουλειά σας, οικογενειακή κατάσταση, ποιός σας ενθάρρυνε να γράψετε κλπ...-

-Γεννήθηκα και ζω στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασα στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης διερμηνέας-μεταφράστρια στις γλώσσες Γερμανικά, Ιταλικά και Αγγλικά και μαθήματα επιλογής Λογοτεχνία, λογοτεχνική μετάφραση και Οικονομία.
Εργάστηκα όλα τα εργάσιμα χρόνια μου σαν καθηγήτρια Γερμανικών στο Ινστιτούτο Goethe, όπου δίδαξα κυρίως γερμανική λογοτεχνία και μετάφραση. Συγχρόνως μετέφρασα και δημοσίευσα από τα γερμανικά μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση δοκίμια.
Μου’κανε κέφι η δουλειά μέσα στην τάξη, έδινα κι έπαιρνα, αλλά όσο πιο πολύ το σκέφτομαι, καταλήγω ότι εισέπραξα πολύ περισσότερα απ’ό,τι προσέφερα και αυτά που αποκόμισα μου άνοιξαν καινούργια μονοπάτια, αυτά της συγγραφής

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 12-8-2012: Επώδυνη Ενηλικίωση

ΠOΛITIΣMOΣHμερομηνία δημοσίευσης: 12-08-12
Επώδυνη ενηλικίωση

Ζωές στην κόψη του ξυραφιού και στις μυλόπετρες της Ιστορίας

Tου Γιώργου Κορδομενίδη*
ΝΟΡΑ ΠΥΛΟΡΩΦ-ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ
Η ανάσα στο σβέρκο
εκδ. Ψυχογιός - σελ. 488

Η Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου έχει πολύχρονη παρουσία στα γράμματα: υπήρξε η βασική μεταφράστρια του λογοτεχνικού περιοδικού «Αουσμπλίκε» (Ausblicke, Θεσσαλονίκη 1970-1979), για λογαριασμό του οποίου πρωτοπαρουσίασε στην Ελλάδα συγγραφείς όπως ο Χάντκε, ο Μπέρνχαρντ και ο Εντσεσμπέργκερ αλλά και δεκάδες άλλους γερμανόφωνους, νέους τότε, λογοτέχνες. Εχει επίσης στο ενεργητικό της τη μετάφραση από τα γερμανικά τριών λογοτεχνικών βιβλίων και μιας ανθολογίας Γερμανών ποιητών. Ωστόσο, η ίδια πρωτοεμφανίστηκε ως συγγραφέας μόλις το 2004, με μια μικρή συλλογή διηγημάτων («Καθρέφτες θαμποί: Τέσσερις ιστορίες και μια αληθινή», εκδ. Ιανός), που τράβηξε με την ποιότητά της την προσοχή των αναγνωστών.
Τα δύο μυθιστορήματα που εξέδωσε έκτοτε δικαιώνουν τις προσδοκίες που καλλιέργησαν τα μικρά, πρώτα της πεζά και την καθιερώνουν ως πεζογράφο που μπορεί να εξελίσσεται από βιβλίο σε βιβλίο και να φτάνει σε νέα, κάθε φορά, επιτεύγματα.
Διά στόματος γυναικών
«Το διαμαντένιο Αλφα» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2008) αφηγείται την ιστορία τεσσάρων γενεών μιας οικογένειας στη Θεσσαλονίκη, στα διαρκώς ταραγμένα χρόνια από τους βαλκανικούς πολέμους μέχρι και τη δικτατορία του 1967. Πρόκειται για ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, με σταθερά πρωτοπρόσωπη αφήγηση και πάντοτε διά στόματος των γυναικών της οικογένειας, στο οποίο συνυπάρχουν η παραβατικότητα με την ανθρωπιά, η έλλειψη ήθους με τον αλτρουισμό, οι κοσμικές εκδηλώσεις των αστών με τους τόπους εξορίας των αριστερών.
Η χαρακτηριστική άνεση με την οποία κινήθηκε η Πυλόρωφ, στο πρώτο της μυθιστόρημα, μέσα στον χρόνο για πάνω από μισό αιώνα γίνεται περισσότερο αισθητή στο πρόσφατο βιβλίο της, όπου η αφήγηση από το «εδώ» (Αθήνα και Χανιά, Θεσσαλονίκη, Δράμα, Κάιρο) και το «τώρα» (μέσα δεκαετίας του ’60 μέχρι τέλη δεκαετίας του ’70) παλινδρομεί με επιτυχία μέχρι τον εργατικό Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη και τον ισπανικό εμφύλιο (1936-1939), τα Χανιά της αντίστασης κατά των ναζί, τη μετακατοχική και μετεμφυλιακή Δράμα και πάλι την Ισπανία μετά τον θάνατο του δικτάτορα Φράνκο, για να φτάσει με ένα γιγαντιαίο φλας-μπακ στην Αίγυπτο των Φαραώ του 14ου αι. π. Χ.
Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται ένα αντρόγυνο με τους ανιόντες του: ο Μηνάς, αρχαιολόγος, γόνος πλούσιας κρητικής οικογένειας, με μητέρα αυταρχική και ξιπασμένη, και πατέρα πρώην βοσκό και αντάρτη κατά των Γερμανών στα βουνά, τώρα όμως συμβιβασμένο σύζυγο· και η Λόη, από φτωχοχώρι της Δράμας, με πατέρα αγωνιστή της Αριστεράς, εθελοντή στις Διεθνείς Ταξιαρχίες του ισπανικού εμφυλίου, πρόσφυγα στο Βατούμ και κατόπιν εκτοπισμένο από το ελληνικό κράτος, μπουζουξή το επάγγελμα, νυν αλκοολικό και βίαιο εις βάρος των παιδιών του και της γυναίκας του – μιας γυναίκας υποταγμένης, που αναγκάζεται να δουλεύει σαν σκυλί για να ζήσει την οικογένειά της.
Αρτια δομημένοι ήρωες
Η σχεδόν αρχετυπική αντιζηλία πεθεράς-νύφης, μια ανασκαφή με απροσδοκήτως εντυπωσιακά ευρήματα, η ξαφνική δόξα, η δυσλειτουργική οικογένεια της Λόης, η εξέλιξή της σε συγγραφέα μπεστ-σέλερ, ένα καλά κρυμμένο μυστικό του πατέρα της από τα χρόνια στην Ισπανία, οι περιστασιακές εξωσυζυγικές «αταξίες» του άντρα της και -κυρίως- της ίδιας κι ένας μεγάλος όσο και μοιραίος απελευθερωτικός έρωτας στο πρόσωπο του Αιγύπτιου αρχαιολόγου-συνεργάτη του Μηνά σχηματίζουν τον καλά πλεγμένο -σύνθετο όσο και ευκρινή- καμβά της αφήγησης. Οπου πάντως ο πρωταγωνιστικός ρόλος παραχωρείται πρωτίστως στη Λόη (με το τραυματικό παρελθόν και το προβληματικό παρόν, το ατέρμονο παιχνίδι της με τη φωτιά και τη συναισθηματική της ενηλικίωση σε χρονικό διάστημα μόλις μερικών χρόνων – μια ζωή μανική, με την «ανάσα στο σβέρκο» του τίτλου άλλοτε ως φόβο, άλλοτε ως ερωτική επιθυμία και άλλοτε ως προειδοποίηση για επερχόμενα δεινά) και δευτερευόντως στον αμφίσημο πατέρα της.
Ηρωες άρτια δομημένοι και ψυχολογημένοι, ταλαίπωροι από οριακά βιώματα και από το άλεσμά τους στις μυλόπετρες της Ιστορίας του ευρωπαϊκού 20ού αιώνα, αλλά και διαπροσωπικές σχέσεις πολύπλοκες, φωτίζονται από τη συγγραφέα με εύστοχες κλιμακώσεις και αποδίδονται με λόγο καταιγιστικό, χυμώδη, κατά τόπους μάλιστα ακόμη και φιλήδονο.
Η «Ανάσα στο σβέρκο» (που, απ’ όσο ξέρω, αξιοποιεί για πρώτη φορά μυθιστορηματικά τη συμμετοχή Ελλήνων στον ισπανικό εμφύλιο), τόσο με τη βασική, τραγική ιστορία έρωτα και πάθους που αφηγείται όσο και με τις καλά τεκμηριωμένες τομές που επιχειρεί σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα, είναι ένα πολυπρισματικό μυθιστόρημα που κρατάει όμηρο τον αναγνώστη μέχρι την τελευταία, κοφτερή σαν λεπίδι, παράγραφό του.
* Ο κ. Γιώργος Κορδομενίδης διευθύνει το «Εντευκτήριο» (περιοδικό, εκδόσεις, εκδηλώσεις) / entefktirio@translatio. gr

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Βιβλιοκριτική Περιοδικό Διαβάζω

Κατερίνα Δ. Σχοινά
Από τη μικρή στη μεγάλη Ιστορία
                               
Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου
«Η ανάσα στο σβέρκο», μυθιστόρημα
Ψυχογιός, Αθήνα 2011
Σελ. 488

  Αν το πολυδιαβασμένο προηγούμενο μυθιστόρημα « Το Διαμαντένιο Άλφα» της Νόρας Πυλόρωφ Προκοπίου μπορούσε να αναγνωσθεί ως μυθιστόρημα του Χώρου, το νέο της έργο, υπό τον τίτλο «Η ανάσα στο σβέρκο», μπορεί να διαβαστεί ως μυθιστόρημα του Χρόνου. Εδώ δηλαδή δεν πρωταγωνιστεί μια παλίμψηστη, από τις ιστορικές επιστρωματώσεις, πόλη, όπως συνέβαινε με την Θεσσαλονίκη του προηγούμενου έργου, καθώς η γεωγραφία του νέου μυθιστορήματος διευρύνεται, ακολουθώντας το εκτεταμένο άνυσμα του Χρόνου.
  Το έργο ξεκινά από την φαραωνική Αίγυπτο του 14ου αιώνα π.Χ., για να συναντήσει την νεότερη Ιστορία, φτάνοντας μέχρι τη μεταδικτατορική Ελλάδα. Η σημαντικότερη ιστορική στάση του έργου επιχειρείται στον Ισπανικό Εμφύλιο και το τάγμα των 385 Ελλήνων εθελοντών που συμμετείχε σε αυτόν. Μέσω της μικροϊστορίας του αγωνιστή Αρίστου, διωγμένου από τις Ισπανικές Ταξιαρχίες, στιγματισμένου από το κόμμα ως αναρχικού υπό την επιρροή του Ντουρούτι, διπλά εξόριστου στον Αι-Στράτη, σαρκίου εξοντωμένου στους 35 βαθμούς υπό το μηδέν του Σιβηρικού χειμώνα και των καταναγκαστικών έργων, μελλοθάνατου στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, κρεμασμένου επί 5 μέρες απ’το χαλκά στο ταβάνι και βοηθού των Εγγλέζων στην Κρήτη για τη φυγάδευσή τους στην Μ.Ανατολή, καταδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο γράφεται η Ιστορία: «Έχουμε μικρές ιστορίες που πονάνε, φωλιασμένες μέσα στη μεγάλη Ιστορία που υφάνθηκε από μίσος, φανατισμό, βιαιότητα και πολλά λάθη».
Στην μεγάλη Ιστορία εγγράφεται και η ιστορία της ζωής της αινιγματικής Λόης, κόρης του Αρίστου, η οποία παλεύει να διεκδικήσει μια ελευθερία που στερήθηκε λόγω μιας αδυσώπητης κυτταρικής μοίρας. «Ούτε μαύρη ούτε λευκή», γκρίζα και ξένη προς όλους και προς τον εαυτό της, «παραδέρνει σ’ένα λαβύρινθο από αλήθειες και ψέματα», φοβάται την δύναμη της αγάπης, τους κραδασμούς του έρωτα, βασανίζει και βασανίζεται, παλεύοντας με την ανάσα στο σβέρκο ενός εφιαλτικού κτήνους που σκότωσε και τη μητέρα της. Το πρόσωπο της Λόης παρουσιάζεται μέσω πολλαπλών ειδώλων, εν είδει καλειδοσκοπίου: η Λόη μοιραία γυναίκα, η Λόη να αίρει το βάρος της οικογενειακής κληρονομιάς, η Λόη πληγωμένο κορίτσι, η Λόη τρίτο πρόσωπο και «πουτανομπεμπέκα», η Λόη στις καντίνες, η Λόη στις δάφνες της συγγραφικής δόξας ή φορώντας το πρόσωπο της αρχαίας Αιγύπτιας Ακεναθώρ  είναι σαφώς ένα πλάσμα «αλλόμορφο και αλλότροπο», που εναλλάσσει προσωπεία για να κρύψει τις ρωγμές, μάλλον πρώτα από τον ίδιο του τον εαυτό, και  που αναζητά τη λύτρωσή του μέσα από την ολοκλήρωση του πατρικού πορτραίτου.  Λόη από το Θεολογία, μεταξύ αμαρτίας και αγιότητας, αντιφατική σαν τον πατέρα Αρίστο, άριστο αρωγό των πασχόντων αλλά και δήμιο της ίδιας του της οικογένειας. Οι οικογένειες στη γραφή της Προκοπίου κατασπαράσσουν, μεγαλώνουν ορφανά παιδιά με γονείς σκιές που ανασαίνουν εφιαλτικά στο σβέρκο των γόνων τους.
Γύρω από τα δύο αυτά πρόσωπα δημιουργείται, με δημοκρατικό τρόπο, ένας συγκλονιστικός κόσμος από πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, που ξεδιπλώνουν τις δικές τους ιστορίες. Είναι  κι αυτοί άνθρωποι σάρκινοι, βασανισμένοι στο βάθος από την τύχη, την Ιστορία, τα λάθη τους ή τα κληρονομημένα οικογενειακά αμαρτήματα, άλλοτε επιτιθέμενοι, αλλά πρωτίστως αμυνόμενοι. Έτσι, στο έργο διασταυρώνονται ετερόκλητες κι ενίοτε αντιμαχόμενες φωνές,  διαμορφώνοντας ένα δίπολο, όπου η ανθρωπιά και η αυτοθυσία συνυπάρχουν με το μίσος και την βία, συχνότερα, μάλιστα, εντοπισμένα στο ίδιο πρόσωπο. Το έργο γίνεται ένα γοητευτικό πεδίο πολυγλωσσισμού, που αντανακλά το ηχητικό βάθος της κοινωνικής ετερογλωσσίας και το πλήθος των κοινωνικών και ιδεολογικών προοπτικών, προσφέροντας στον αναγνώστη διαφορετικά σημεία θέασης του κόσμου και ενορχηστρώνοντας μια συμφωνία ετερόκλητων ήχων ή, περισσότερο, κοινωνικών αποήχων.
Προκειμένου να αποδοθεί επαρκέστερα αυτός ο πολυγλωσσισμός, η Προκοπίου μετέρχεται ποικίλα λογοτεχνικά είδη και τρόπους, υιοθετώντας μια μοντέρνα γραφή, που διαρρηγνύει τα ειδολογικά στεγανά. Έτσι, άλλοτε το παρελθόν φωτίζεται με ατάκτως ερριμμένες οικογενειακές φωτογραφίες που σχολιάζουν άνθρωποι εμπλεκόμενοι στις οικογενειακές ιστορίες των ηρώων· άλλοτε ο επιστολικός λόγος της απουσίας φέρνει στο φως άγνωστες πτυχές ζωής, ενώ, λογοτεχνικά και μη, κειμενικά είδη αποκαλύπτουν βαθιά κρυμμένα συναισθήματα: ερωτικά ποιήματα της αρχαίας Αιγύπτου, στίχοι του Λόρκα ή λαϊκά τραγούδια εξομολογούνται πάθη, ίδιας υφής και έντασης με εκείνα που εκχειλίζουν από παραληρηματικούς εσωτερικούς μονολόγους, βγαλμένους από τα σπλάχνα της Λόης. Λυρικοί θύλακες απαλύνουν την ρεαλιστική σκληρότητα της πεζολογικής φόρμας, ενώ δεν είναι λίγες οι δραματικές συγκρούσεις που επιζητούν την αναπαράστασή τους σε μια θεατρική σκηνή.
Σε μια εποχή ατομικής και συλλογικής περισυλλογής, όπως είναι αυτή που διανύουμε εσχάτως, τέτοια βιβλία φαίνονται πολύτιμα. Το μυθιστόρημα της Προκοπίου υποδεικνύει στον αναγνώστη λυτρωτικές αυτογνωστικές απόπειρες και τον ενθαρρύνει στην απαραίτητη αναμέτρηση με την Ιστορία, προσωπική και συλλογική.
                                                                        Κατερίνα Δ. Σχοινά

Βιβλιοπαρουσίαση "Χρυσοκόκκινα μήλα" Ανθής Πιερίδη

 Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου
Ανθή Πιερίδη, "Χρυσοκόκκινα μήλα", Εκδόσεις Βεργίνα
H παρουσίαση ενός βιβλίου με περισσότερα από ένα πεζογραφήματα δεν είναι εύκολη υπόθεση, γιατί κάθε αφήγημα διαθέτει τη δική του δυναμική και την ιδιαίτερη ταυτότητά του. O παρουσιαστής θέλοντας να κερδίσει το ακροατήριο και να πείσει τον ακροατή κατά κάποιο τρόπο να γίνει αναγνώστης, σε κάποιο ιδιαίτερο θα επικεντρωθεί, κάποιο θα ευνοήσει και κάποιο άλλο άθελα του θα αδικήσει.
Μαζευτήκαμε λοιπόν σήμερα εδώ να  γνωρίσουμε το βιβλίο της Ανθής, το πρώτο της, που τιτλοφορείται « Xρυσοκόκκινα μήλα» και εμπεριέχει έξη αφηγήματα.
Θα δώσω λίγο περισσότερο βάρος στην πρώτη νουβέλα, γιατί είναι και η μακροσκελέστερη και τοποθετημένη σε καυτή ιστορική  περίοδο, στους βίαιους και σκοτεινούς καιρούς του Εμφυλίου, που βιώνει ο αφηγητής στα παιδικά του χρόνια. Περιγράφει  ο Πηλιορείτης, μπερδεμένος και διχασμένος ανάμεσα στο σήμερα και στο χθες, τη ζωή του, τα βιώματα, τις αναμνήσεις του και  την καθημερινότητά του σ’ένα χωριό  του Πηλίου, το οποίο η συγγραφέας δεν κατονομάζει. Γιατί σε τελευταία ανάλυση ούτε και ιδιαίτερο ρόλο παίζει η τοπιογραφία, γιατί περίπου η ίδια ιστορία επαναλαμβανόταν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και άφησε βαριά κληρονομιά και σκιά στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της εποχής αλλά και στις κατοπινές γενιές.
Η Ανθή λοιπόν αφήνει να μιλήσει το παιδί του τότε σε πρώτο πρόσωπο για την ανέχεια, το φόβο, την απειλή, για θάνατο και προδοσία. Αφελής ο λόγος του, απλός, επαναλαμβανόμενος και προπάντων λαϊκός, με τη μεστή αυθεντικότητα των ανθρώπων της υπαίθρου, αυτών που έχουν ριζώσει στη γη τους. Που έχουν ζήσει τη γενναιοδωρία αυτής της γης αλλά συγχρόνως και την τσιγκουνιά της ανθρώπινης ψύχής που διαγράφεται πολύ πιο έντονη μακριά από τα φτειασίδια και τα τερτίπια των ανθρώπων της πόλης, από τα δήθεν και τα τάχα.
Ζωντανός ο λόγος του Πηλιορείτη, και ανεπιτήδευτος,  με εξομολογητική διάθεση, κουβεντιαστός θα ΄λεγα. Βουίζει στ’αυτιά μας ο ήχος της φωνής του, η ντοπιολαλιά, η χρήση δηλαδή της τοπικής διαλέκτου, οι λέξεις που χρησιμοποιεί, οι ανάσες που παίρνει, το μουρμούρισμα της διήγησής του, οι παύσεις και τα σκαμπανεβάσματα. Μας παραθέτει λοιπόν μικρά θραύσματα της καθημερινότητάς του ζωντανεύοντας  μια εποχή που πέρασε και έναν τρόπο ζωής που δεν τον έχουμε γνωρίσει οι περισσότεροι που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε αστικό περιβάλλον, μας μιλάει λοιπόν για ήθη και έθιμα που διέπαν τη ζωή των ανθρώπων κάποτε και τώρα έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί.
Μας προσφέρει τη δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων το κείμενο του ανθρώπου αυτού και διαθέτει τρομακτική δύναμη. Η απλοϊκότητά του βέβαια ξεγελάει. Τα ψήγματα της θυμοσοφίας του παραπλανάνε. Πίσω τους κρύβεται ο προβληματισμός του ανθρώπου για τη σχέση Ιστορίας και μικροϊστορίας και πώς η μεγάλη Ιστορία ορίζει, καθορίζει, ισοπεδώνει και συντρίβει το άτομο, του φτειάχνει ερήμην του τη μοίρα του, το κάνει να παραπαίει ανάμεσα στο ατομικό βίωμα και στη συλλογική συνείδηση.
Οι πέντε ιστορίες που ακολουθούν είναι ιστορίες σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπους ταιριαστούς και αταίριαστους. Oι ήρωες της Ανθής βιώνουν τη ματαίωση και τη διάψευση, τις ήττες, τη μοναξιά του έρωτα, τα επαγγελματικά αδιέξοδα, τα νεκρωμένα αισθήματα.
Στο διήγημα «Η μουριά» το ζευγάρι των αλλοτινών εραστών βρίσκονται μετά από είκοσι χρόνια, μια συνάντηση σα θλιβερή παράσταση επιβεβαίωσης. Κουβαλώντας ο άντρας την ουλή από την εγχείρηση της ανοιχτής καρδιάς, η γυναίκα την ουλή της απόρριψης  και την οδυνηρή επίγνωση της φθοράς του χρόνου στο κορμί και στην ψυχή της. Πενθούν τον έρωτά τους που στέρεψε ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες των αντικρουόμενων συναισθημάτων και των αδιεξόδων. Η παλιά οικειότητα ναρκοθετείται από ανασφάλεια, ματαιοδοξία και καλά κρυμμένη οργή. Μιλάν για τα παλιά, σωπαίνουν περισσότερο, τα ανείπωτα, υφασμένα από ψέματα και αλήθειες, αιωρούνται ανάμεσά τους, σμίγουν ερωτικά, ξέρουν όμως κι οι δύο ότι έχουν αμετάκλητα εξοριστεί από την τότε μαγεία που τους είχε φέρει κοντά και τους είχε κάνει να χάσουν τα λογικά τους. Μόνο που ο άντρας τα είχε χάσει σε μικρότερο βαθμό απ’ό,τι η γυναίκα γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να απαγκιστρωθεί από την οικογένειά του. Ούτε να προσφέρει στη γυναίκα της ζωής του αυτά που χρωστούσε να της προσφέρει. Νιώθει θλίψη για αυτά που υποσχέθηκε και δεν κατόρθωσε να τηρήσει και βaθιά πικραμένος  για το ανεκπλήρωτο της ζωής του ρωτάει την παλιά του αγάπη αν μπορεί να τον συγχωρήσει.
Χαμηλών τόνων το αφήγημα «Δε ρώτησα», περιγράφει τη μελανή πραγματικότητα ενός παιδιού, ενός μικρού κοριτσιού, που έχασε τον πατέρα του και πιστεύει ότι αν δεν ρωτήσει τίποτε θα είναι σα ο θάνατος αυτός να μην έχει συμβεί ποτέ. Εξακολουθεί να λειτουργεί μέσα στην οικογένεια που πενθεί, συμμετέχει στο πένθος, αποσιωπεί όμως την απώλεια, κλείνοντας όλες τις ρωγμές που θα επέτρεπαν να διεισδύσει μέσα του η επίγνωση του χαμού του γονέα του. Βέβαια όλη αυτή η συσσωρευμένη απώθηση λειτουργεί βραδυφλεγώς, η έκρηξη δεν αργεί να’ρθει, μόνο που είναι μια αθόρυβη έκρηξη προς τα μέσα, έκρηξη περηφάνειας και αυτοσυγκράτησης, ένα σιωπηλό ουρλιαχτό. Σπαρακτική η τελευταία σκηνή, όπου το παιδί με μια αλλόκοτη αξιοπρέπεια πανηγυρίζει ότι κατάφερε να μη ρωτήσει τη δασκάλα  της από πού έμαθε για το θάνατο του πατέρα της .
Οι ιστορίες της Ανθής δεν έχουν κορύφωση, αφήνουν τον αναγνώστη μετέωρο, και νομίζω ότι εδώ έγκειται η τέχνη της συγγραφέα να χειρίζεται τη γραφή της έτσι, ώστε να έχουμε μια αποτύπωση της πραγματικότητας μεν, έτσι όπως αυτή διαγράφεται, αμείλικτη, καλπάζουσα,  ασθμαίνουσα κάποτε,  χωρίς ψευδαισθήσεις, όμως εκκρεμής, αιωρούμενη, σαν η πλοκή να πρόκειται να συνεχιστεί σε μια άλλη ιστορία, σε μια άλλη χρονική στιγμή. Ενας τέτοιος τρόπος γραψίματος περιέχει εν τω σπέρματι μια μεγάλη ποικιλία αναγνώσεων, παραλλαγών, εξελίξεων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ιστορία «Γλύφω μόνο παγωτό», όπου χαρτογραφείται μια σχέση που υφαίνεται και ξηλώνεται αδιάκοπα, περιγράφονται με μια μελαγχολική διάθεση χιούμορ λέξεις, χειρονομίες, στιγμιότυπα προσέγγισης και διαδικασίες εξαπάτησης που λειτουργούν εις βάθος χρόνου και απογυμνώνουν τους χαρακτήρες των εραστών και κατοπινών συζύγων. Ο έρωτας τους έχει εκπνεύσει προ πολλού, ο γάμος τους  αποδομείται και δε μένει τίποτε άλλο παρά ο χωρισμός.
Γυναίκα η ηρωίδα στη νουβέλα «Ο μαγεμένος Αύγουστος»,  αφοσιωμένη σ’ένα συγκεκριμένο ιδανικό να βοηθήσει τα παιδιά στο χωριό του αντρός της φτειάχνοντας βιβλιοθήκη και δημιουργώντας ένα πολιτιστικό κέντρο. Με φαντασία, έμπνευση, παλμό και πάθος μοχθεί να βοηθήσει, να φωτίσει, να μορφώσει, περιτριγυρίζεται όμως από μικροψυχία, προλήψεις,  δεισιδαιμονία και στενομυαλιά. Οι προσπάθειές της όμως δεν πέφτουν στο κενό, γιατί η μάχη της μπορεί να υπήρξε άνιση, μακροπρόθεσμα όμως εισπράττει την ευγνωμοσύνη και την αναγνώριση.
Οι ήρωες της Ανθής δυσκολεύονται να ζήσουν  ελεύθερα, αυτόνομα και αυτεξούσια,  είναι δέσμιοι του ιστορικού και κοινωνικού γίγνεσθαι και βιώνουν τα επακόλουθά του. Παλεύουν να ξεφύγουν απ’τα αδιέξοδά τους και βολοδέρνουν ανάμεσα στις διαψεύσεις και στις αναμονές σ΄ένα κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας ανάμεικτης με μελαγχολία. Η συγγραφέας αντιλαμβάνεται, καταγράφει και αφηγείται τον κόσμο γύρω της με μια παιδικότητα  ψυχής και αυθορμητισμό προφορικού λόγου. Αποφεύγει τους μελοδραματισμούς και οι ήρωές της κερδίζουν τη συμπάθειά μας.Είναι ωραία τα χρυσοκόκκινα μήλα της Ανθής, ωραία να τα βλέπεις και λαχταριστά να τα φας. …»τα’βανε", λέει η συγγραφέας για την ηρωίδα, "σ’ένα καλάθι και δεν τα δοκίμαζε κανείς, τα’θελε δικά της, δεν τα’τρωγε, τα φύλαγε όλο το χειμώνα και μετά τα’θαβε στο χώμα και κάθε που τελείωνε η ζέστα, μόλις φθινοπώριαζε, περίμενε τα καινούργια». Εμείς όμως θα τα δοκιμάσουμε τα μήλα και θα χαρούμε τη γεύση τους. Καλοτάξιδο το βιβλίο σου, Ανθή μου.